Κριτική θεάτρου:«Κοινός Λόγος»
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Κοινός λόγος» που ανέβηκε, σε σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στο Φεστιβάλ Αθηνών και παρουσιάζεται σε επιλεγμένα φεστιβάλ σε όλη την Ελλάδα στο πλαίσιο καλοκαιρινής περιοδείας.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ξανασυναντά τον «Κοινό Λόγο» της Ελλης Παπαδημητρίου, σχεδόν δυο δεκαετίες μετά –παρά τέσσερα χρόνια. Τόσο ο ίδιος όσο και η ελληνική κοινωνία δεν είναι πια οι ίδιοι. Εμφανίστηκε η ύφεση που έφερε τη σκληρή λιτότητα γεμίζοντας τους δρόμους της πρωτεύουσας νεοαστέγους. Επήλθε δίπλα στο μεταναστευτικό «τσουνάμι», η έκρηξη του νεοναζισμού με τα ρατσιστικά « χτυπήματα». Επήλθε κι η διάλυση του δικομματισμού. Ο κόσμος μας άλλαξε.
Όμως, ο σκηνοθέτης ανατρέχοντας στην κοιτίδα –ντοκουμέντο του «Κοινού Λόγου» βρήκε τα κείμενα μαρτυρίες ξεριζωμένων της Μικρασίας και του Πόντου (από τις συγκλονιστικότερες, αυτή της Πόντιας μητέρας που καθοδόν χάνει τα παιδιά της απ΄την ασιτία – συνταρακτική και «βαθιά» η ερμηνεία της έξοχης Ελένης Ουζουνίδου), μαζί με το βιωματικό λόγο χαροκαμένων ανώνυμων γυναικών της Κατοχής και του Εμφυλίου που δονούν το θεατή, χωρίς να εκβιάζουν το συναίσθημα ή τους ιστορικούς συνειρμούς (ή συσχετισμούς).
Ο Θεοδωρόπουλος στη νέα ανάγνωσή του (μέσω της επιλογής των κειμένων) εστίασε εύστοχα στην έννοια του ξένου, μια και η θέση του στη χώρα μας σήμερα είναι πιο «επιβαρυμένη» από ό,τι πριν από μια ή δυο δεκαετίες, και για τον ίδιο λόγο στον συχνά απάνθρωπο τρόπο αντιμετώπισης του πρόσφυγα στη χώρα υποδοχής, την Ελλάδα, όπου ο ρατσισμός ήταν της δεκαετία του '20 γεγονός ακόμα και απέναντι σε ομοθρήσκους και ομόγλωσσους -τους ξεριζωμένους τούς αποκαλούσαν Τουρκόσπορους. Συγχρόνως, απειλούσαν τα παιδιά τους για να μείνουν ήσυχα :«θα σε δώσω στην πρόσφυγα»! Η χλεύη αυτή είχε αποδοχείς ανθρώπους που «λέγαμε Ελλάδα και τη θεωρούσαμε εκκλησία»!
Υπάρχει κάτι που μας συνδέει μέσω DNA , μέσω μιας μνήμης κυτταρικής με αυτές τις μαρτυρίες που αναβιώνουν στην παράσταση, χτυπώντας κατευθείαν στην «καρδιά » του θυμικού και του συλλογικού ασυνειδήτου μας.
Αυτό το «ακριβό» βιωματικό περιεχόμενο, ένα κομμάτι της Ιστορίας μας, που παράγει υψηλές θερμοκρασίες αναστοχασμού και συναισθήματος εναπόκειται εντέλει αποκλειστικά στις θερμοκρασίες που επί σκηνής παράγουν οι πέντε ηθοποιοί. Η Λυδία Κονιόρδου, η Ελένη Κοκκίδου, η Ελένη Ουζουνίδου, η Μαρία Κατσανδρή και η Τάνια Παλαιολόγου.
Έχοντας πίσω τους ένα μνημείο πεσόντων, εικονοστάσι με μορφές ξεριζωμένων (το συμβολιστικά μινιμαλιστικό σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη) καθισμένες σε γυμνούς πάγκους, οι ηθοποιοί διακόπτουν διαρκώς το τραγούδι και το χορό για να αφηγηθούν τις ιστορίες τους. «Στιγμές φαρμακωμένες», όπως τις περιγράφουν, «τότε που δεν σε αφήναν να πάρεις τίποτα παρά μόνο το άτομό σου» και που «πεθαίναμε κάθε μέρα» επιστρέφοντας στην Ελλάδα-μάνα.
Μοναδικός σκηνικός αρωγός των ηρωίδων αυτών που σμίλεψε συνθλίβοντας η μεγάλη Ιστορία και που «τραβήξαν που λες της Ελλάς τα φαρμάκια» κατά την εκ βαθέων εξομολόγησή τους στο κοινό (κάποτε ενώπιον της Παπαδημητρίου) είναι ένα ακορντεόν. «Φτωχός» αλλά πολύτιμος σύμμαχος.
Όποτε αλληλοπειράζονται, η σκηνική δράση έχει ζωντάνια που αγγίζει την πλατεία. Συνήθως όμως οι ηθοποιοί έρχονται και στέκονται αντιμέτωπες με το κοινό για να αφηγηθούν την περιπέτεια-οδύσσειά τους. Μια-μια ξεχωριστά. Εκεί ο σκηνοθέτης θα έπρεπε να έχει δώσει άλλη λύση, λιγότερο αμήχανη, σε συνεργασία με τη χορογράφο του Αγγελική Στελλάτου.
Η Ελένη Κοκκίδου μοιάζει να πιάνει και να συνεχίζει το νήμα της θρυλικής επιτυχίας της «Γυναίκας της Πάτρας» του Γ.Χρονά. Σπαρταρά στη σκηνή, χείμαρρος σωστός, με τσαλίμια, τσακίσματα της φωνής και της μέσης και με ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Τραγουδά σωστά και ψυχωμένα.
Η Ελένη Κατσανδρή, η μοναδική που απέμεινε από την πρώτη διανομή του σκηνοθέτη και ιδρυτή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, επιτυγχάνει μια ερμηνεία που ισορροπεί μεταξύ λογικής κι ευαισθησίας, παράγοντας δυνατούς κραδασμούς.
Φιλότιμη αλλά άγουρη η Τάνια Παλαιολόγου. Η Λυδία Κονιόρδου, είναι σωστή, κάποια στιγμή γίνεται συγκινητική, αλλά υπάρχει ένα «χαλινάρι» που τη φρενάρει στην προσπάθειά της να παραμείνει γειωμένη και να μην συναντηθεί με αυτό που γνωρίζει καλύτερα: το τραγικό.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ