«Ρινόκερος»: Ο Σερβετάλης μάχεται τον κομφορμισμό στο Θέατρο Κιβωτός

rinokeros
ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019

Ο Γιάννης Κακλέας παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα αλλά φασαριόζικη ανάγνωση του έργου την οποία ηρεμεί και αποθεώνει η ερμηνεία του Άρη Σερβετάλη.

Την δική του έξαρση ρινοκερίτιδας παρουσιάζει ο Γιάννης Κακλέας στο Θέατρο Κιβωτός όπου σκηνοθετεί το έργο του Ευγένιου Ιονέσκο «Ρινόκερος» (παίζουν οι Άρης Σερβετάλης, Έλλη Τρίγγου, Στέλιος Ιακωβίδης, Ροζαλία Κυρίου, Θάνος Μπίρκος, Πάνος Παπαδόπουλος, Αγγελική Τρομπούκη, Κωστής Μπούντας και Αναστασία Στυλιανίδη). Μια τεράστια οβάλ οθόνη στο κέντρο της σκηνής και δύο μικρότερες αριστερά και δεξιά της είναι η πρώτη εικόνα των σκηνικών της παράστασης. Οι δύο πλαϊνές οθόνες βρίσκονται συνεχώς σε λειτουργία (και) πριν την παράσταση προβάλλοντας επαναλαμβανόμενα φράσεις όπως «τα σπάει ο δικός σου», «φάση ευτυχία», «το’ χω λέμε» ή «there is no limit» και λέξεις όπως «ευαισθησία», «patriarchy» ή «ευεξία». Αυτά παρουσιάζονται ως gif ή συνοδεύοντας εικόνες με κουτάβια, τον Ομπάμα, τα Φιλαράκια. Το μήνυμα στον πρόλογο του Κακλέα είναι ξεκάθαρο προτού καν αρχίσει η παράσταση.  

Οι κάτοικοι μιας πόλης μεταμορφώνονται σε ρινόκερους. Τελικά ο μόνος που δεν υποκύπτει σε αυτή τη μαζική μεταμόρφωση είναι ο Μπερανζέ. Μια πανανθρώπινη μορφή που υπερασπίζεται με πάθος τον πολιτισμό, την επιθυμία για ελευθερία και το δικαίωμα του να είναι διαφορετικός.     

«Πρόσεξε πόσο σε νοιάζει» 

Πιστός στην επιδημικές τάσεις της μάζας που πραγματεύεται το έργο, ο Κακλέας επεξεργάζεται το κείμενο του Ιονέσκο προσπαθώντας να το ερμηνεύσει μέσα από τα δεδομένα που χαρακτηρίζουν την σύγχρονη πραγματικότητα. Έτσι όχι μόνο επιλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα διαβάσει τον Ιονέσκο αλλά τον κάνει και συνθήκη της παράστασής του. Βλέπει το παθογόνο της μαζικότητας στην online κοινωνία με την κυριαρχία της εικόνας, της πληροφορίας, των social media, της τεχνολογίας, της ποπ κουλτούρας. Για τον σκηνοθέτη, η σύγχρονη online κοινωνία παραμορφώνει/αποξενώνει τον άνθρωπο που είναι μεν συνδεδεμένος στα δίκτυα αλλά όχι στον συνάνθρωπο.  

Η ερμηνεία του αυτή είναι σίγουρα συμβατή με το πνεύμα του έργου. Ο ίδιος ο Ιονέσκο περιγράφει τον «Ρινόκερο» ως ''ένα έργο που αντιτίθεται σε κάθε μαζική υστερία, σε κάθε επιδημία, που καλύπτεται κάτω από την καλύπτρα της λογικής και των ιδεών, αλλά που δεν παύει να είναι κοινωνική αρρώστια, της οποίας οι ιδεολογίες, στην πραγματικότητα, είναι το «άλλοθι»''.

Αποδίδεται, ωστόσο, με τρόπο φασαριόζικο, θεαματικό, επεξηγηματικό που του στοιχίζει κάπως σε τραγικότητα και αξία.  Θέλοντας να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό και επιθυμώντας να συνδυάσει το κωμικό με την υπαρξιακή αγωνία, ο σκηνοθέτης επεξεργάζεται και μεταχειρίζεται έτσι το έργο ώστε στο τέλος δημιουργεί, πέραν του Μπερανζέ, ήρωες αδιάφορους, αποσπασματικούς, υπερβολικούς (εξαίρεση αποτελεί ο Στέλιος Ιακωβίδης που εμφανίζεται σοβαρός και μετρημένος) μέσα σε μια συνεχή βαβούρα- με την χιουμοριστικά καυστική αλλά εκτεταμένη χρήση προβολών στο πρώτο μέρος- που επιθυμεί να θυμίζει και να εξηγεί στο κοινό το νόημα του έργου.  

Από την άλλη ο σκηνοθέτης χειρίζεται καλά την ταχύτητα και το ρυθμό της καθαυτής θεατρικής δράσης σε μια παράσταση που έχει ενιαία αισθητική με ποπ αλλά και σκοτεινά στοιχεία-τα πρώτα εξυπηρετούν οι οθόνες (Σχεδιασμός βίντεο: Στάθης Αθανασίου), τα κοστούμια (Κοστούμια: Μαρία Καραπούλιου) και τα σκηνικά αντικείμενα, τα δεύτερα οι φωτισμοί (Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης) και η μουσική (Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος).  

Το πιο εμπνευσμένο στοιχείο της παράστασης όμως είναι αναμφισβήτητα η σκηνή (Σκηνικά: Σάκης Μπιρμπίλης, Γιάννης Κακλέας) η οποία στη διάρκεια της παράστασης σπάει κυριολεκτικά για να βγουν δύο υπερυψωμένες πλατφόρμες πάνω στις οποίες γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να ισορροπήσουν οι ήρωες.  

Μπερανζέ: ο πρώτος ή ο τελευταίος άνθρωπος;  

Αν όμως ο Κακλέας κουτσουρεύει τους ήρωες του έργου, τότε ο Άρης Σερβετάλης τους επισκιάζει εντελώς με την ερμηνεία του στο ρόλο του Μπερανζέ. Ο Μπερανζέ του Σερβετάλη βγαίνει στη σκηνή για να σπαράξει ήρεμα, τραγικά, σωματικά την μοναξιά αυτού του ανθρώπου που μένει αμήχανα μόνος να αντιστέκεται σε μια μεταμόρφωση που ο ίδιος κρίνει αφύσικη. Βγαίνει στη σκηνή για να μας δείξει την κόπωση και την αδιαφορία του για τον υπόλοιπο κόσμο. Έπειτα αλλάζει, συγκλονίζεται από αυτό που συμβαίνει, θρηνεί για τη μεταμόρφωση του φίλου του, θυμώνει που δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει, ερωτεύεται και ελπίζει, απελπίζεται και αδρανοποιείται. Είναι πια επίσημα μόνος και «στήνει καρτέρι στο κτήνος».  

ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ