Who is who: Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ
Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ μαζί με τον Γουίλεμ Νταφόε θα παρουσιάσουν τη θεατρική εκδοχή του έργου «Η Γριά» (The Old Woman) του Δανιήλ Χαρμς, που ανεβαίνει, σε σκηνοθεσία του Μπομπ Γουίλσον, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών από τις 18-21 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
«Να ενδιαφέρεστε και να είστε ενδιαφέροντες κι οι ίδιοι», συμβουλεύει ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ, με τον ίδιο να είναι ο πρώτος που εφαρμόζει τα λόγια του.
Κι αν σκεφτούμε ότι οι ατέλειες είναι αυτές που μας καθιστούν ενδιαφέροντες, τότε σίγουρα καταλαβαίνουμε γιατί ο μεγαλύτερος χορευτής του κόσμου δεν είναι τελειομανής.
Γεννημένος στη Ρίγα της Λετονίας στις 27 Ιανουαρίου 1948, ο Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς Μπαρίσνικοφ, γνωστός με το χαϊδευτικό «Μίσα», πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, δίπλα σε έναν πατέρα που σε συνέντευξή του στους Times της Νέας Υόρκης χαρακτήρισε ως «όχι ευχάριστο», αλλά ο οποίος λειτούργησε και ως πηγή έμπνευσης για το χορευτή. «Οι τρόποι του, οι στρατιωτικές συνήθειές του, τα χρησιμοποίησα στις ερμηνείες μου», παραδέχεται.
Με το χορό άρχισε να ασχολείται στα εφηβικά του χρόνια, το 1960, και τρία χρόνια αργότερα στα 16 του, ξεκίνησε τη μαθητεία του στην Ακαδημία Μπαλέτου Βαγκάνοβα. Το ντεμπούτο του έγινε το 1967 με το μπαλέτο Κίροφ στη «Ζιζέλ». Σύντομα οι σπουδαιότεροι Ρώσοι χορογράφοι, Όλεγκ Βινογκράντοφ, Κονσταντίν Σεργκέγιεφ, Ιγκόρ Τσερνίκοφ και Λεονίντ Γιάκομπσον, δημιουργούν μπαλέτα για αυτόν, με την ερμηνεία του στο «Vestris» του Γιάκομπσον το 1969 να θεωρείται σήμερα ορόσημο στην καριέρα του.
Το κοινό είναι εκστασιασμένο από το μικροκαμωμένο χορευτή που παράλληλα γοητεύει και τους «ειδικούς» με τον κριτικό των New York Times, Κλάιβ Μπαρνς, να γράφει: «ο Μπαρίσνικοφ είναι ο τελειότερος χορευτής που έχω δει ποτέ μου». Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο Μπαρίσνικοφ είχε εξελιχθεί σε ένα από τους σπουδαιότερους χορευτές της Σοβιετικής Ένωσης.
Παρά την επιτυχία και τη φήμη, ο Μπαρίσνικοφ γρήγορα ένιωσε να ασφυκτιά στην κομμουνιστική Ρωσία και έτσι το 1974, ενώ βρισκόταν σε περιοδεία με τα μπαλέτα Μπαλσόι, ζητά πολιτικό άσυλο στο Τορόντο του Καναδά, το οποίο χρησιμοποιεί ως σκαλοπάτι προκειμένου να φτάσει στις ΗΠΑ, σε αναζήτηση μεγαλύτερης προσωπικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας. Αργότερα δικαιολόγησε την «αυτομόλησή» του στη Δύση λέγοντας: «Είμαι ατομικιστής και εκεί γινόταν ένα έγκλημα». Ακόμα και σήμερα ο Μπαρίσνικοφ κρατά γυρισμένη την πλάτη του στις ρίζες του. Δεν νιώθει την παραμικρή ανάγκη να επιστρέψει στη Ρωσία, ενώ παράλληλα κρίνει την πολιτική των Μπαλσόι «δηλητηριώδη» και χαρακτηρίζει τα πάντα στη Ρωσία ως «μια σαπουνόπερα της δεκάρας, ένα ακατάπαυστα κακόγουστο βαριετέ».
Στην Αμερική συνεργάζεται με το American Ballet Theatre μέχρι το ’78. Κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας, χόρεψε σε πολλές παραγωγές, δουλεύοντας με περισσότερους από 13 διαφορετικούς χορογράφους. «Δεν υπάρχει μυστικό για να μάθεις τόσους πολλούς διαφορετικούς ρόλους. Χρειάζεται θετική ενέργεια, ταλέντο, σκληρή δουλειά και λίγη τύχη πάντα βοηθάει. Ανέλαβα πολλά πράγματα τότε, ήταν η όρεξη του νέου ανθρώπου για δουλειά. Εν τέλει, νομίζω οι αποτυχίες ήταν οι πιο σημαντικές εμπειρίες μου», δήλωσε στο Harvard Business Review, το Μάιο του 2011.
Εκτός από τη δίψα του για δουλειά, ο Ρώσος ένιωθε έντονη την ανάγκη να διευρύνει τους ορίζοντές του. «Δεν έχει σημασία αν το κάθε μπαλέτο είναι επιτυχία. Αυτή η εμπειρία μου δίνει πολλά», δήλωσε στην κριτικό Anna Kisselgoff το 1976. Ωστόσο η πορεία του αποδείχτηκε άκρως επιτυχημένη με το κοινό να συρρέει για να θαυμάσει την «αψεγάδιαστη, φαινομενικά άκοπη τεχνική του και τις φιγούρες του που εκτελεί με ενθουσιασμό κι ακρίβεια», όπως έγραψε η Laura Shapiro στο Newsweek.
Τα Χριστούγεννα του 1977, ο Μπαρίσνικοφ έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον «Καρυοθραύστη» με το American Ballet Theatre, σε παραγωγή του τηλεοπτικού δικτύου CBS. Η παράσταση, που προτάθηκε και για βραβείο EMMY, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να είναι η πιο δημοφιλής και πολυπαιγμένη τηλεοπτική παραγωγή του είδους, που μάλιστα κυκλοφόρησε και σε DVD το 2004.
Με την τηλεόραση να τον έχει «αγαπήσει», ο χορευτής αποφάσισε να κάνει και τα πρώτα του βήματα στο σινεμά με την ταινία «Η κρίσιμη καμπή». Πρωταγωνίστησε με την Αν Μπάνκροφτ και τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν και κέρδισε και υποψηφιότητα για Oscar A’Ανδρικού Ρόλου. Το 1978, αποφασίζει να αφοσιωθεί στο New York City Ballet, το οποίο θεωρεί «σπίτι» του, υπό τη διεύθυνση του Ζορζ Μπαλανσίν. Ο Μπαλανσίν μπορεί να μη δημιούργησε ποτέ κάποιο καινούριο έργο ειδικά για τον Μπαρίσνικοφ, αλλά τον εκπαίδευσε και τον βοήθησε στην καλλιέργεια του ιδιαίτερου και ξεχωριστού στυλ χορού του. Σε λιγότερο από 2 χρόνια όμως, ο «Μίσα» επέστρεψε στο American Ballet Theatre, ως καλλιτεχνικός διευθυντής αυτήν τη φορά, κρατώντας τη θέση για σχεδόν μία δεκαετία.
Φωτογραφία: ΙΜDb: Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στην ταινία «Η κρίσιμη καμπή»
Συνεχίζοντας να επιδιώκει τον πειραματισμό με νέες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, στρέφεται στο σινεμά, με την ταινία «Λευκές Νύχτες» (1985), σε σκηνοθεσία Τέιλορ Χάκφορντ όπου συμπρωταγωνιστεί με την Έλεν Μίρεν και την Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Εμφανίστηκε και στο φιλμ «Dancers» σε σκηνοθεσία Χέρμπερτ Ρος, το 1987, ενώ το 1991 μαζί με τον Τζιν Χάκμαν γίνονται οι «Τελευταίοι Διπλοί Πράκτορες». Το ταλέντο του δε στέρησε ούτε από το Μπρόντγουεϊ, όπου το 1989 έπαιξε στην παράσταση «Metamorphosis», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Κάφκα, κερδίζοντας βραβείο Tony.
Η δεκαετία του ‘90, βρήκε τον Μπαρίσνικοφ έξω από το American Ballet Theatre, στην προετοιμασία του δικού του avant-garde, οράματος, του White Oak Project, σε συνεργασία με τον Μαρκ Μόρις. Πρόκειται για μια ομάδα μοντέρνου χορού που αντιπροσωπεύει την αγάπη του Ρώσου για το χορό και ενσαρκώνει τη μετάβαση από το υποδειγματικό ρωσικό μπαλέτο στο μοντέλο του αμερικανικού σύγχρονου χορού. «Είναι λιγότερο εξεζητημένο, πιο δημοκρατικό, πιο φανερό, και κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον πιο κοντά στις καρδιές των ανθρώπων», λέει ο Μπαρίσνικοφ για το εγχείρημά του.
Το 2004, κι έχοντας ήδη βραβευτεί από το Kennedy Center, για τα κατορθώματά του, έβαλε πλώρη για το νέο του project, το Baryshnikov Arts Center (BAC) στη Νέα Υόρκη. Το κέντρο αυτό ιδρύθηκε ως ένα σημείο συνάντησης «καλλιτεχνών όλων των ειδών» και περιελάμβανε θέατρο, χώρους για performance και για άλλους δημιουργικούς πειραματισμούς. Την ίδια χρονιά, ενώ δούλευε πυρετωδώς για το BAC, έκανε μια γκεστ εμφάνιση στη τελευταία σεζόν της δημοφιλούς σειράς Sex And The City, όπου υποδύθηκε τον Αλεξάντερ Πετρόφσκι, Ρώσο εικαστικό και ερωτικό ενδιαφέρον της Carrie (Sarah Jessica Parker). Ο ίδιος λέει με έκπληξη αλλά χαμόγελο ότι ακόμα και σήμερα υπάρχει κόσμος που τον πλησιάζει νομίζοντας ότι ονομάζεται Πετρόφσκι και είναι ζωγράφος.
Σκηνή από την παράσταση «Η Γριά» (The Old Woman)
Παρά τους τραυματισμούς στο γόνατο που αντιμετώπιζε, συνέχισε να χορεύει ακόμα κι έχοντας φτάσει 50 ετών. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχει κρεμάσει τα χορευτικά του παπούτσια καθώς όπως λέει κι ο ίδιος «Είμαι 65 ετών. Ασφαλώς δε μπορώ να χορεύω. Θα ήταν απλώς γελοίο». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο Μίσα συνταξιοδοτήθηκε, αντίθετα έχει βρει αρκετούς τρόπους ώστε να διατηρεί την επαφή με το κοινό, κυρίως μέσα από τη διδασκαλία και τη υποκριτική. Το 2011 έπαιξε στην παράσταση «In Paris», βασισμένη σε ιστορία του Ivan Bunin, ενώ φέτος αφήνεται στη σκηνοθετική ματιά του Μπομπ Γουίλσον και μαζί με τον Γουίλεμ Νταφόε, ερμηνεύουν το «Η Γριά» (The Old Woman) του Δανιήλ Χαρμς, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου. «Στον Μπομπ Γουίλσον ταιριάζει μόνο η λέξη: τελειομανής. Οι πρόβες μαζί του είναι πολύ πιο εξοντωτικές κι από το να χορεύεις 24 ώρες το 24ωρο. Είναι η πιο περίπλοκη δουλειά που ετοίμασα ποτέ», λέει ο Μπαρίσνικοφ που πλέον χάρη στην εν λόγω συνεργασία του με τον Γουίλσον, ίσως αναθεωρήσει την άποψή του περί ανέφικτου της τελειότητας.
Πληροφορίες: Το «The Old Woman», θα παίζεται από τις 18 έως τις 21 Ιουλίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΝΑΝΤΙΑ ΚΑΚΛΗ