Κριτική χορού:«Πρώτη ύλη»
Δημήτρης Παπαϊωάννου, «Πρώτη Ύλη» στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση χορού «Πρώτη Υλη» του Δημήτρη Παπαϊωάννου που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Από την πρώτη στιγμή τα όρια ανάμεσα στο δημιουργό και το θεατή καταλύονται. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στέκεται στην είσοδο του θεάτρου, ακούραστος, με ένα χαμόγελο στα χείλη, ελέγχοντας τα εισιτήρια του κοινού και μιλώντας κάθε τόσο σε πρόσωπα που αναγνωρίζει.
Μ’ αυτή τη συμβολική χειρονομία (παρότι δεν αποδέχεται τον όρο συμβολισμός) δίνει το στίγμα της χορογραφημένης περφόρμανς που θα ακολουθήσει, στοχεύοντας, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, στη «διαρκή επανεφεύρεση του εαυτού». Μήπως, άλλωστε, η «Πρώτη Υλη», που δίκαια επαναλαμβάνεται φέτος στο γκαράζ του Φεστιβάλ Αθηνών, δεν αποτελεί τη συνδιαλλαγή του καλλιτέχνη με το δικό του εαυτό;
Φοράει μαύρο κοστούμι, το ίδιο που λίγο αργότερα θα έρθει σε αντιπαράθεση με το λευκό γυμνό σώμα του παρτενέρ του (Μιχάλη Θεοφάνους), και όταν πια η αίθουσα πλημμυρίζει από φωνές, στέκεται σιωπηλός, καρφώνοντας το βλέμμα πάνω μας μέχρι να πέσει απόλυτη σιωπή.
Μέσα σε απόλυτη σιωπή, εξάλλου, θα αρχίσει το υπαρξιακό του ταξίδι «πάνω στη σχέση με την ίδια μας τη φύση, την ταυτότητά μας, προσωπική και εθνική, και πάνω στο δραματικό στοχασμό μας με την ομορφιά». Ενα ταξίδι στο οποίο τα σώματα -ντυμένο και ολόγυμνο, εκλεπτυσμένο και ωμό- φέρουν ίσοις όροις τη συσσωρευμένη, έγκλειστη εμπειρία του βιώματος. Το ένα (ο ανθρώπινος νους) θα αγωνιστεί να κυριεύσει το άλλο (το ανθρώπινο σώμα) μέχρι την απόλυτη ταύτιση.
Η περφόρμανς είναι ανοιχτή σε ερμηνείες. Ο δημιουργός και το εύπλαστο δημιούργημά του. Το έργο τέχνης που αποκτά την αυτονομία του και αναπνέει πέρα από τον πλάστη του. Αλλά και μια κρίσιμη συνομιλία γεμάτη αντιπαραθέσεις που αναμορφώνει τον ίδιο τον καλλιτέχνη, κάνοντας ταυτόχρονα ένα σαρκαστικό διάλογο με την καπηλεία του αρχαιοελληνικού παρελθόντος.
Μέσα σε ένα γυμνό σκηνικό χώρο με ελάχιστα αντικείμενα -μια εξέδρα, ένας κάδος, ένα λάστιχο νερού, ένα τραπέζι, ένα μικρόφωνο απ’ το οποίο θα αναδυθεί η εσωτερική έκρηξη του Παπαϊωάννου (πέρα από ένα αχνό ταξίμι στο τέλος δεν ακούγεται τίποτα άλλο), δύο τελάρα, ένα πανί με το αποτύπωμα της πατούσας του Θεοφάνους, ένα μαγνητοφωνάκι- και μέσα από την αντιστικτική δυαδικότητα αρθρώνεται ένα εικαστικό ποίημα.
Ακόμα και η κινησιολογία της παράστασης εντάσσεται σε ένα μινιμαλιστικό πλαίσιο, όπου η έννοια «χορός» -τουλάχιστον έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε- αναθεωρείται.
Οι δύο άντρες διεισδύουν ο ένας στον άλλον, αγωνίζονται να επιβληθούν, μεταμορφώνονται σε αγάλματα, ξαναποκτούν τη ρεαλιστική τους διάσταση, θρυμματίζονται, ανασυντάσσονται, χωρίζονται βίαια και αλληλοσυμπληρώνονται.
Οι γλυπτικές συνθέσεις εναλλάσσονται με εσωτερικούς ρυθμούς. Τα σώματα γίνονται πεδίο μάχης που διασταυρώνεται με την τραυματική ταυτότητα της σημερινής Ελλάδας και εν τέλει συμφιλιώνονται τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο ή ακόμα και με την αρχαία, «δυσβάσταχτη» κληρονομιά τους, καθώς το ένα προσφέρει στήριγμα στο ακρωτηριασμένο άκρο του άλλου.
Αυτή η εργαστηριακή σπουδή, πέρα από οποιαδήποτε ένσταση (κάποιες μακρόσυρτες, επαναλαμβανόμενες σκηνές, μια τάση αυταρέσκειας από την πλευρά του Θεοφάνους) αναμφισβήτητα διαθέτει υψηλή αισθητική, ευφυή σκέψη και πάνω απ’ όλα ένα σημαντικό πλεονέκτημα: την επαναφορά του Παπαϊωάννου στην πρώτη ύλη.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ- [email protected]