Κριτική θεάτρου:«The Old Woman»

kritiki-theatrouthe-old-woman

ΔΕΥΤΕΡΑ, 12 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2013

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «The Old Woman» που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία του Μπομπ Γουίλσον, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.

Δεν μπορούμε να κρίνουμε το έργο του Μπομπ Γουίλσον με όρους θεατρικούς. Οι δημιουργίες του Τεξανού σκηνοθέτη μοιάζουν να ξεπηδούν από ένα Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, σαν ζωντανές εικαστικές εγκαταστάσεις, με φιγούρες που κινούνται μέσα στην παραζάλη του φωτός, αντικείμενα που αιωρούνται στο κενό και ήχους που κροταλίζουν σαν ουρά φιδιού.

Κάπως έτσι διαχειρίστηκε και το ζοφερό, σουρεαλιστικό, υπαινικτικά πολιτικό κείμενο του Δανιήλ Χαρμς, αυτού του σημαντικού πρωτοπόρου Ρώσου λογοτέχνη-ποιητή του παραλόγου, που κυνηγήθηκε από το σταλινικό καθεστώς και πέθανε στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών του Λένινγκραντ σε ηλικία 37 ετών -πιθανότατα από ασιτία-, κατηγορούμενος για αντισοβιετική προπαγάνδα.

«The old woman» (1939) είναι ένα εσωτερικό παραλήρημα με τη στόφα του ονείρου και τη γεύση του εφιάλτη. Αλλόκοτο, παράλογο και φοβιστικό αναμοχλεύει καφκικούς συνειρμούς, καθώς αφηγείται την αγωνιώδη ιστορία ενός συγγραφέα που στην καθημερινότητά του συμβαίνουν μυστηριώδη πράγματα με την αναπάντεχη παρουσία μιας γριάς γυναίκας -σύμφωνα με μια θεωρία, συμβολίζει το σταλινικό καθεστώς-, η οποία διαβάζει την ώρα σε ένα ρολόι χωρίς δείκτες και τον ανεξήγητο θάνατό της μέσα στο ίδιο του το σπίτι που τον κατατρύχει.

Στα χέρια του Γουίλσον, όμως, ο σκοτεινός κόσμος του Χαρμς μετατρέπεται σε ένα ζωηρό, ευφρόσυνο, εκκεντρικό, εξαιρετικά ενορχηστρωμένο, μπεκετικού ύφους θέαμα, αποτελούμενο από 12 σκηνές (θεατρική διασκευή του Ντάριλ Πίνκνι), που -παρότι παραβιάζει τις προθέσεις του συγγραφέα- καταφέρνει να καταρρίψει τις πιο μύχιες επιφυλάξεις μας.

Ισως γιατί ο παιγνιώδης, παιδικά ανάλαφρος χαρακτήρας της σκηνοθεσίας καθιστά αμφίσημο οτιδήποτε αγγίζει ή, αν θέλετε, ακόμα και υπογραμμίζει την κρυμμένη τραγικότητά του έργου. Στη σκηνή της Τέχνης Γραμμάτων και Τεχνών, λοιπόν, δύο περίεργα όντα, ο Α και ο Β, με κλοουνίστικη εμφάνιση (μαυρόασπρα κοστούμια, υπερτονισμένα μάτια, κόκκινη γλώσσα, λαδωμένα μαλλιά, που καταλήγουν σε ιδιόρρυθμα τσουλούφια και με μόνιμα χαραγμένη κραυγή στα κατάλευκα πρόσωπά τους) συγκροτούν μια συμφωνία ήχων και σωματικών ρυθμών.

Ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και ο Γουίλιαμ Νταφόε, εναλλάσσοντας ρόλους, προικισμένοι με μία ρομαντική διάθεση και πλούσιοι σε κινησιολογικές και φωνητικές τονικότητες, περνούν με σαγηνευτική επιδεξιότητα από το βωντβίλ στο βωβό κινηματογράφο, από το σαρκασμό (και αυτοσαρκασμό) στη βαθιά μελαγχολία, ιδιαίτερα όταν ο πρώτος ξεσπά σε ένα μονόλογο στα ρωσικά. Δεν καταλαβαίνεις ούτε λέξη και ωστόσο νιώθεις να σε κατακλύζουν ποικίλα συναισθήματα. Οι λέξεις, εξάλλου, είναι το πρόσχημα στις φορμαλιστικές αναζητήσεις του Γουίλσον (κοιτώντας τη σκηνική του σύλληψη από αυτή τη σκοπιά δικαίως οι κριτικοί της Μεγάλης Βρετανίας εντόπισαν δραματουργική αδυναμία). Στο δικό του υπέροχο εικαστικό σύμπαν (αναδύεται ξανά αλώβητο μετά την απογοητευτική «Οδύσσεια» του Εθνικού Θεάτρου) «μιλούν» οι ιπτάμενες καρέκλες, τα στρεβλά κρεβάτια, τα χαρτονένια δέντρα, οι καρτουνίστικες φιγούρες ανθρώπων και ζώων, τα γεωμετρικά τοπία με τα εναλλασσόμενα σχήματα, τα πολύχρωμα φώτα, οι υψηλής αισθητικής εικόνες που δημιουργεί. Εικόνες ποιητικές αντάξιες στην ποίηση του Χαρμς

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ[email protected]