Κριτική θεάτρου: «Τρωάδες»
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Αμπαζή, από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Oι «Τρωάδες» ανεβαίνουν στις 30 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο (ώρα έναρξης: 21.00).
Αν κάποιος αναζητούσε έναν αόρατο κοινό ιστό που να ενώνει τις καλλιτεχνικές προτάσεις οι οποίες κατεβήκαν φέτος στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, θα οδηγούνταν, με μαθηματική ακρίβεια, στη μουσικότητά τους, μια νέα προσέγγιση όχι μόνο των Χορικών, πιο απενοχοποιημένη, ελεύθερη και ελευθεριάζουσα, αλλά και στα υπόλοιπα μέρη των παρουσιαζομένων αρχαίων δραμάτων.
Μουσική εκφορά του λόγου δεν είχαν μόνον οι Τραχίνιες του Μοσχόπουλου ή ο Κύκλωπας του Βασίλη Παπαβασιλείου, ένα όργιο μουσικών που σε συνεπαίρνανε, αλλά κυρίως, μαζί με τις Τραχίνιες και οι Τρωάδες του Θοδωρή Αμπαζή, μια παράσταση από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας.
Αναμενόμενο, από μια άποψη, αφού ο σκηνοθέτης ήταν και συνθέτης της παράστασης, την οποία μπόλιασε με όλα τα είδη της πρωτότυπης μουσικής του. Κυρίως όμως, δίδαξε και τον λόγο των ερμηνευτών αδόμενο.
Η Ανδρομάχη εμφανίστηκε να τραγουδά κι ο Μενέλαος να εκφέρει το λόγο με ένα ρυθμό κόντρα σε κάθε αρμονία. Δεν ήταν η μοναδική «βαριά» επέμβαση στην ποιητική πρόζα, η οποία διαρκώς συνομιλούσε με τους ήχους της ζωντανής Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων, ένα «χαλί» ή κάποιες υπογραμμίσεις με νότες και ήχους.
Δυο τα βαπτίσματα του πυρός στην αρχαία τραγωδία. Του σκηνοθέτη, που δήλωνε «Είμαστε όλοι Τρωάδες» - κάτι που διαπιστώναμε παρακολουθώντας το γύρισμα της τύχης των άτυχων ηρωίδων- και της Εκάβης-Αννας Κοκκίνου, η οποία πραγματοποίησε τολμηρή εμφάνιση, με ξυρισμένο το μισό κεφάλι (άλλωστε το ζητά το πρωτότυπο κείμενο).
Και οι δυο όχι απλώς διασώθηκαν. Ο Αμπαζής άρθρωσε μια εμπνευσμένη, αρκετά ολοκληρωμένη πρόταση, που έκανε ρωγμές σε σημεία. Η Άννα Κοκκίνου πραγματοποίησε μια εσωτερική, εκρηκτική ερμηνεία. Απέδωσε την τραγικότητα μέσα από τα ημιτόνια.
Φάουλ η αφάνταστα κιτς παρουσία του Μενελάου Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη ως μάτσο μαφιόζου. Ήταν αγοραία «ανάγνωση» του ρόλου, ερχόταν σε ρήξη με τη αισθητική, το ύφος και το ήθος της παράστασης. Ανάλογη φτήνια ανέδιδε και η Ελένη της Κατερίνας Διδασκάλου. Ο Αμπαζής μετάγγιζε την τραγικότητα του κειμένου, υπονομεύοντας την συνεχώς ώστε να αναδεικνύεται και η ανθρώπινη γελοιότητα. Συγχρόνως, αναλύοντας το έργο, τόλμησε να επανερμηνεύσει τις βασικές σχέσεις των ηρώων.
Εντυπωσίασε, όχι μόνο με τις συνθέσεις του και, κυρίως, τον μουσικό τρόπο που χειρίστηκε όλη την τραγωδία, αλλά τον ελεύθερο τρόπο που αξιοποίησε το αρχαιολογικό μνημείο και τον περιβάλλοντα χώρο.
Εντυπωσιακή και η έναρξη της παράστασης: μέσα στην σκαλωσιά από έργα συντήρησης, αποκαλύφθηκε ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, σε μινιόν μορφή. Τη φωνή στον Θεό έδωσε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός για να συνομιλήσει με την Κόρα Καρβούνη-Αθηνά, η οποία μας ατένιζε από τις ψηλότερες κλίμακες του αρχαίου θεάτρου.
Διαρκώς παρόν, με «ενισχυμένο» ρόλο, ήταν ο Αστυάνακτας, απορώντας με τις πράξεις των θνητών. Στο τέλος του διαλόγου των θεών τα μέλη του Ποσειδώνα λύθηκαν και αποκαλύφθηκε ένας γυμνός άνδρας. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκε από το βάθος, σαν σε διαδήλωση ή σε πομπή, το πλήθος των μουσικών και του Χορού των Τρωάδων. Προσέγγισαν την Ορχήστρα «καλπάζοντας» αργά, με ένα θρήνο που συντονιζόταν με τον κτύπο της καρδιάς, συνοδεία ταμπούρλων.
ΙΩΑΝΝΑ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ