Κριτική θεάτρου:«Στέλλα travel: η γη της απαγγελίας»

kritiki-theatroustella-travel-i-gi-tis-apaggelias-gi-tis-apaggelias

ΤΡΙΤΗ, 08 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Στέλλα travel: η γη της απαγγελίας» που παρουσιάστηκε σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη, στο Black Box, του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης.

Αν και αυτή τη φορά δεν διέθετε το ατμοσφαιρικό περιβάλλον των παλιών Δημοτικών Σφαγείων στον Ταύρο, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε στις αρχές του καλοκαιριού, η παράσταση της ιδιαίτερης ομάδας Bizoux de Kant αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες του μικροσκοπικού Black Box στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης».

Ο σκηνοθέτης και εικαστικός Γιάννης Σκουρλέτης, εξάλλου, δίνει πάντα την πρωτοκαθεδρία στην αισθητική, χωρίς, ωστόσο, να στερεί από κάθε δουλειά του ριπές συναισθηματικού ρίγους.

Ετσι και εδώ ο περιορισμένος χώρος μετατράπηκε σε ένα ενδιαφέρον ελληνοπρεπές τοπίο, ξεβράζοντας μνήμες μιας άλλης εποχής.

Ενα πάλκο, μερικές πλαστικές καρέκλες, φτηνοτράπεζα, μπουκάλια με αλκοόλ, μικρόφωνα, πολύχρωμα λαμπιόνια, σημαιάκια σκαρφαλωμένα σε ένα στύλο, ένα ζευγάρι χρυσά φτερά, που αργότερα θα φορέσει ο μοναδικός άνδρας του έργου, παραπέμποντας στη γνωστή δημιουργία του Τσαρούχη, και πλήθος από γαρίφαλα πεσμένα στο πάτωμα καθόριζαν τον τόπο ανάπτυξης υπόγειων διαδρομών μιας ηρωίδας που έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη (1955).

Διαφορετική ερμηνεία

Ωστόσο, η Στέλλα της ομάδας Bizoux de Kant, παρότι όμορφη σαν αμαρτία, δεν μιμείται την ομώνυμη περσόνα που έπλασε η Μελίνα Μερκούρη.

Το αποκαλύπτει και ο τίτλος της δικής της θεατρικής εκδοχής - «Στέλλα travel: η γη της απαγγελίας» (ένα υπονομευτικό λογοπαίγνιο με τη «γη της Επαγγελίας» της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή την εύφορη γη που έταξε ο Θεός στον περιπλανώμενο ισραηλίτικο λαό). Δεν είναι τυχαίο που το, γεμάτο συμβολισμούς, έργο σχολιάζεται, μεταξύ άλλων, από τους συντελεστές του ως «μια πενιχρή απόδειξη περί μη υπάρξεως Θεού [...] ένα σχόλιο πάνω στην ομορφιά και στην αμαρτία».

Αυτή η Στέλλα, λοιπόν, όμορφη σαν αμαρτία, πασχίζοντας να αφήσει το δικό της ίχνος στην Ιστορία, «πενθεί τη ζωή της» και όλους τους εραστές που η ίδια με ένα απλό της νεύμα ή ακόμα και ένα τραγούδι σκοτώνει.

Αυτή η Στέλλα, μια νέα γυναίκα της εποχής μας, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια θλιβερή πραγματικότητα, με μια βαλίτσα στο χέρι και ένα ταξίδι στο άγνωστο που διαρκώς ακυρώνεται, όπως ακυρώνονται όλοι οι μύθοι με τους οποίους έχουμε γαλουχηθεί.

Γλώσσα λαϊκότροπα κυνική

Το κείμενο της ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη, παραληρηματικό και τολμηρό, ενίοτε φλύαρο και ασαφές, αλλά με γλώσσα λαϊκότροπα κυνική, κοφτερή και αποτελεσματική («δεν σ’ αγαπάω πια, έτσι, μην το ψάχνεις, τελείωσε, τελειώνουν αυτά, δεν είναι για χόρταση...

Πεθαίνουν οι άνθρωποι, συνέχεια πεθαίνουν... Θ’ αγαπήσω κι άλλον μετά από σένα, έτοιμο τον έχω, έρχεται τον μυρίζω, είμαι σκύλα σ’ αυτά...»), κρατάει τους βασικούς χαρακτήρες του δράματος.

Οι συντελεστές

Η Στέλλα (Λένα Δροσάκη), η φίλη της (ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει πάνω του πολλούς γυναικείους χαρακτήρες και ερμηνεύεται από τη Μαριάνθη Παντελοπούλου) και οι τρεις εραστές (Αντώνης, Μίλτος και Αλέκος), τους οποίους υποδύεται ο Αινείας Τσαμάτης, προεκτείνουν το παρελθόν στο παρόν, προσπαθούν να βρουν «τις δικές μας εγγραφές σε σχέση με μνημειακά πράγματα που μας σημάδεψαν και θέλουμε να γυρίσουμε και να τα αντιμετωπίσουμε», όπως λέει ο σκηνοθέτης.

Το καταφέρνουν; Η παράσταση του Γιάννη Σκουρλέτη, παρ’ όλες τις αδυναμίες της (μακροσκελής, με αναποφάσιστο τέλος), διαθέτοντας πολλές ευρηματικές στιγμές, μεταδίδει γνήσια συγκίνηση και κινητοποιεί τη νοσταλγία.

Στο θετικό αποτέλεσμα συμβάλλει καθοριστικά το ηχητικό περιβάλλον που επιμελήθηκε ο Κώστας Δαλακούρας (από τα αυθεντικά χατζιδακικά τραγούδια της ταινίας μέχρι τους Νιρβάνα).

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]