Κριτική θεάτρου:«Cabaret»

kritiki-theatroucabaret

ΤΕΤΑΡΤΗ, 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013

H Eλένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Cabaret» που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Για πολλούς από μας το «Cabaret» είναι συνώνυμο με την ταινία του Μπόμπ Φος και την ερμηνεία της Λάιζα Μινέλι (1972). Μια ταινία που έδωσε όλη την ατμόσφαιρα ενός παρηκμασμένου μεσοπολεμικού καμπαρέ στα πρόθυρα της ναζιστικής επέλασης και μία ανεπανάληπτη Λάιζα Μινέλι, που, πέρα από την εξαίσια φωνή της, έπλασε μια αισθησιακή, αναιδή και ταυτόχρονα ευάλωτη Σάλι Μπόουλς.

Το «Καμπαρέ», όμως, στη θεατρική του μορφή, βασισμένο στις αυτοβιογραφικές ιστορίες του Christopher Isherwood «Goodbuy to Berlin» (1939) και σε διασκευή John Van Druken (πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1951 με τίτλο «I am a camera»), πολύ απέχει από την κινηματογραφική μεταφορά του.

Οι αναβιώσεις έκτοτε πολλές με εξίσου πολλές διαφοροποιήσεις. Ολες, ωστόσο, κρατούν αποστάσεις από την προαναφερθείσα βραβευμένη εκδοχή της μεγάλης οθόνης.

Από τις πιο σημαντικές είναι αρχικά το φημισμένο μιούζικαλ των Φρεντ Εμπ (στίχοι) - Τζον Κάντερ (μουσική) σε λιμπρέτο του Τζο Μάστεροφ και με την Λότα Λένια (χήρα του Κουρτ Βάιλ) στο ρόλο της Φροϊλάιν Σνάιντερ, που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1966 στη σκηνοθεσία-ορόσημο του Χάρολντ Πρινς, επηρεάζοντας τη μετέπειτα πορεία του μουσικού θεάτρου. Αλλά και του Σαμ Μέντες, που, στην εξαιρετικά επιτυχημένη λονδρέζικη παράστασή του το 1993 (επαναλήφθηκε με κάποιες διαφοροποιήσεις το 1998 στο studio 54 της Νέας Υόρκης, ενώ τώρα ετοιμάζεται να παιχτεί ξανά στην Αμερική), ανέδειξε τη σκοτεινιά του έργου τοποθετώντας τη δράση στην οικειότητα ενός μικρού night club σε απόσταση αναπνοής από τους θεατές.

Κάποιοι άλλοι σκηνοθέτες, ωστόσο, όπως πρόσφατα ο Βρετανός Ρούφους Νόρις στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, το αντιμετώπισαν ως λαμπερό μιούζικαλ με «επιτηδευμένη αίγλη» (2006 και 2012).

Στη χώρα μας έχει δώσει το «παρών» του το 1972 σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού με τη Μάρθα Καραγιάννη, το 1978 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ποταμίτη με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον νεαρό τότε Δάνη Κατρανίδη (που εντυπωσίασε στο ρόλο του κομπέρ) και το 2003 σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη με την Εβελίνα Παπούλια και τον Ακη Σακελλαρίου.

Το «Cabaret» βέβαια δεν είναι μόνο ένα απλό μιούζικαλ με εξαιρετικά τραγούδια, παρακμιακό ηδονισμό και γαργαλιστικές φιοριτούρες. Παρότι δεν ξεφεύγει από τις προδιαγραφές ενός πλούσιου θεάματος και οι προβληματισμοί του δεν φτάνουν σε βάθος (για σοβαρότερη ανάλυσή τους υπάρχουν φυσικά πολλά άλλα θεατρικά πονήματα), καταφέρνει να αφυπνίσει ένα ευρύτερο κοινό. Κάθε σκηνή του σχολιάζει την οικονομικά και ηθικά φθίνουσα γερμανική κοινωνία που παρακολουθεί μοιρολατρικά, αν όχι αδιάφορα, τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του χιτλερικού εφιάλτη με τα παρεπόμενά του: το ρατσισμό, την τρομοκρατία, τη φασιστική απειλή - στοιχεία που συγγενεύουν με τη σημερινή πραγματικότητα, δίνοντας πρόσφορο έδαφος για ένα σύγχρονο ανέβασμα.

Ταυτόχρονα διαθέτει μεστή δραματουργία, αναπτύσσοντας παράλληλα τις σχέσεις δύο διαφορετικών ζευγαριών που αιμορραγούν κάτω από τις αντικρουόμενες συνθήκες. Από τη μια σκιαγραφεί την ψυχοσύνθεση της νέας, ξέφρενης καλλιτέχνιδας του καμπαρέ Κιτ Κατ, τη Σάλι Μπόουλς, που ερωτεύεται έναν αθώο Αμερικανό συγγραφέα. Από την άλλη, αντιπαραθέτει την ιστορία της φράου Σνάιντερ, μιας μεσόκοπης ξεπεσμένης αριστοκράτισσας, με τον Εβραίο νοικάρη της, τον μανάβη χερ Σουλτς. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, με την τριπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη, χορογράφου και σκηνογράφου, κινήθηκε κάπου ανάμεσα σε μια πολιτικά φορτισμένη θεατρικότητα (ο ίδιος έχει δηλώσει ότι έδωσε στο λόγο την πρωταρχική θέση) και στη «φαντασμαγορία» ενός μιούζικαλ. Η δική του καλοσυντονισμένη, καλοδουλεμένη παράσταση διέθετε πολλά ενδιαφέροντα σημεία αλλά και αδυναμίες - με κυριότερη την έλλειψη ισχυρής άποψης.

Τα πασίγνωστα μουσικοχορευτικά νούμερα αποδόθηκαν έντεχνα τόσο από τους πρωταγωνιστές όσο και από την ομάδα των νέων χορευτών που -ας αφήσουμε τις συγκρίσεις με τις ξένες παραγωγές- ανήκουν στην αφρόκρεμα της ελληνικής σκηνής. Η τοποθέτηση της ζωντανής ορχήστρας στο υπερώο, ενώ η δράση εκτυλίσσεται σε διαφορετικά επίπεδα, λειτούργησε θετικά. Αντίθετα, η αχανής σκηνή του Μεγάρου δεν έδωσε μεγάλα περιθώρια για τη δημιουργία μιας κλειστοφοβικής και φθαρμένης ατμόσφαιρας, αποδυναμώνοντας την πρόζα και ενισχύοντας την κατεύθυνση «υπερθέαμα». Σ’ αυτό το πλαίσιο το πολυτελές πάρτι των αρραβώνων της φράου Σνάιντερ ήταν τελείως έξω από την αισθητική και την ουσία του έργου.

Ο Δημήτρης Λιγνάδης, με αναρχική διάθεση, υψηλή ενέργεια, σαρδόνιο χαμόγελο, σωστές δόσεις εκφυλισμού και εσωτερικές εντάσεις, υποδύεται εύστροφα τον κομπέρ. Η Μαρία Ναυπλιώτου ως Σάλι Μπόουλς αποκαλύπτει τις σημαντικές χορευτικές και φωνητικές της ικανότητες (αξιοσημείωτη η ερμηνεία της στο «Mein Herr»), γοητεύει το κοινό με τον αέρα της σταρ και εμφυτεύει στην ηρωίδα τη δική της υγιή προσωπικότητα. Οι καθαρά θεατρικές στιγμές της, από την άλλη, υστερούν. Την κατάσταση επιδεινώνει η έλλειψη χημείας με τον αδύναμο υποκριτικά παρτενέρ της Γιώργο Νανούρη. Η Τάνια Τσανακλίδου και ο Μιχάλης Μητρούσης συνθέτουν ένα αφοπλιστικό δίδυμο που τόσο φωνητικά όσο και ερμηνευτικά μεταδίδουν συναισθήματα.

Εκπληξη η Νάντια Μπουλέ με τη θαυμάσια φωνή της αλλά και τη γενικότερη παρουσία της. Αξιοπρεπής ο Παναγιώτης Μπουγιούρης.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]