Κριτική θεάτρου:«Ο κυκλισμός του τετραγώνου»

kritiki-theatrouo-kuklismos-tou-tetragonou

ΤΡΙΤΗ, 05 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ο κυκλισμός του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά.

Με την έννοια της επανάληψης έχουν ασχοληθεί -ο καθένας με διαφορετικό στόχο- πολλοί πνευματικοί άνθρωποι σε διαφορετικές εποχές: από το φιλόσοφο Κίρκενγκορ (1813-1855), με τη θετική του στάση απέναντι σ’ αυτό το θεμελιώδες ζήτημα, μέχρι τον Νίτσε (1844-1900), που στην «Αιώνια επιστροφή. Το θεώρημα της επανάληψης» έγραψε πως «...καμία ελπίδα δεν υπάρχει το μελλούμενο να είναι καλύτερο, καμία σωτηρία, πάντα οι ίδιοι, απαράλλαχτοι, θα στριφογυρίζουμε στον τροχό του χρόνου…». Και από τον Φρόιντ (1856-1939), ο οποίος με τον όρο «καταναγκασμός για επανάληψη» συνέδεσε τη συγκεκριμένη ψυχική λειτουργία με την ασυνείδητη τάση για αυτοκαταστροφή και υποστήριξε ότι μια ψυχαναλυτική διαδικασία μπορεί να βοηθήσει το υποκείμενο να προχωρήσει σε βασικές αλλαγές στη ζωή του, μέχρι το συγγραφέα Μαξ Φρις (1911-1991), που στο μυθιστόρημά του «Στίλερ» ο ήρωας επιχειρεί να ξαναζήσει διαφορετικά, αλλά δυστυχώς τον περιμένει η επανάληψη.

Ο Δημήτρης Δημητριάδης, με τη σειρά του, διαχειρίζεται με εξαιρετική μαεστρία το δικό του προβληματισμό στον «Κυκλισμό του Τετραγώνου», που, μετά την ένθερμη υποδοχή του στο Παρίσι (θέατρο Οντεον, σκηνοθεσία Giorgio Barberio Corsetti), ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με την υπογραφή του 26άχρονου Δημήτρη Καραντζά.

Ο σημαντικός συγγραφέας, που χρόνια τώρα τολμά να εκφραστεί ελεύθερα αγνοώντας τον εγκλωβισμό της προκατάληψης ή το φόβο μη αποδοχής κοινού και κριτικών, παραδίδει ένα ιδιοφυές κείμενο-δοκίμιο στοχασμού, εύκολα όμως παρεξηγήσιμο απ’ όσους απροετοίμαστοι παρακολούθησαν την «επώδυνη» τρίωρη σχεδόν παρουσίασή του.

«Επώδυνη» γιατί, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή, αναμοχλεύει μέσα από μια ατέρμονη επαναληπτικότητα την ατελέσφορη ανάγκη των ανθρώπων να υπάρξουν και να αγαπηθούν. Όλους εμάς, δηλαδή, που, ακόμα και αν γνωρίζουμε την επικείμενη αποτυχία, προσπαθώντας να υπερβούμε τα όριά μας και να ξορκίσουμε το κενό, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε τους εαυτούς μας, τις ίδιες συνθήκες, ή όπως λέει ο Μπέκετ «...το τέλος βρίσκεται μέσα στην αρχή κι ωστόσο συνεχίζουμε».

«Συνέχισε, συνέχισε, συνέχισε», ακούγεται μια ομαδική κραυγή στο έργο όταν πια αποσπασματικές φράσεις στροβιλίζονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα χάνοντας τη σημασία τους και τα πρόσωπα τελείως απογυμνώνονται. Έντεκα πρόσωπα διαφορετικών φύλων, γενεών, σεξουαλικών προτιμήσεων και χρωματικών αποχρώσεων (καθώς χρώματα συνιστούν τα ονόματά τους), εμπλεκόμενα σε σαθρές ερωτικές σχέσεις, που ανακυκλώνουν ξανά και ξανά, με απειροελάχιστες διακυμάνσεις αλλά με διαφορετικό ερμηνευτικό ύφος, τις συναισθηματικές τους στρεβλώσεις.

Εδώ ο χρόνος δεν είναι γραμμικός. Η κυκλική επανάληψη αποθεώνεται, ενώ οποιαδήποτε έννοια μέλλοντος αποδομείται. Θυμίζει την τόσο αναμενόμενη αλλαγή των κύκλων της φύσης, που από μόνη της καταργεί την έννοια της αλλαγής.

Να γίνω πιο σαφής: ένας απατημένος σύζυγος τιμωρεί ανελέητα τη συμβία του όταν αυτή επιστρέφει μετανιωμένη στη συζυγική εστία. Ένα νεαρό ζευγάρι καθ’ όλα αγαπημένο αδυνατεί να ολοκληρώσει τη μακρόχρονη σχέση του και καταφεύγει σε έναν ψυχίατρο που δίνει μια αναπάντεχη «λύση». Μία απογοητευμένη γυναίκα φτάνει μέχρι το έγκλημα σκοτώνοντας σύζυγο και εραστή. Δύο ομοφυλόφιλοι ερωτευμένοι με έναν τρίτο απαιτούν το απόλυτο και καθώς αυτό δεν είναι εφικτό τον τεμαχίζουν για να αποκτήσει ο καθένας από ένα κομμάτι του.

Τέσσερις ερωτικές ιστορίες, λοιπόν, σε μια αναπόδραστη λούπα. Κι όμως, ο Δημητριάδης, παρ’ όλη την πεσιμιστική σκληρότητά του, αφήνει την υποψία πως η «ανακύκλωση» των λαθών μπορεί να οδηγήσει «σε κάποιο αναπάντεχο άνοιγμα». Το έργο του, με λόγο άμεσο, ωμό, αθυρόστομο και δομή μουσική, μετατρέπει τις λέξεις σε παρτιτούρα που σε κάθε επεισόδιο ενορχηστρώνεται διαφορετικά.

Άλλοτε σαν φάρσα και άλλοτε σαν δράμα, αντιστρέφοντας τους όρους για να καταλήξει σε μια χορωδία ανάμεικτων φωνών όπου δεν διακρίνεται πια ποιος είναι ποιος, το παιχνίδι του «Κυκλισμού» αναπτύσσει με γεωμετρική πρόοδο τους ρυθμούς μέχρι να εκραγεί η γλώσσα αφήνοντας πίσω της θραύσματα λέξεων.

Ο Δημήτρης Καραντζάς διοχετεύει το αναμφισβήτητο ταλέντο του σε μια παράσταση μινιμαλιστική, λεπτομερειακά σχεδιασμένη, άρτια ρυθμική, εικαστικά εναρμονισμένη (σκηνικά Ε. Μανωλοπούλου, κοστούμια Ι.Τσάμη), τιθασευμένα χορογραφημένη (Ζ. Χατζηαντωνίου), ηχητικά επιβλητική (Δημήτρης Καμαρωτός), που φτάνει στον πυρήνα της ύπαρξης και στοχεύει να γίνει βίωμα στον θεατή. Γιατί ακόμα και όσοι λύγισαν κάτω από το βάρος της εσκεμμένης δυσκολίας της, παίρνοντας την απαιτούμενη απόσταση, καταλαβαίνουν πως η σκέψη τους έχει πυροδοτηθεί από εποικοδομητικές ρωγμές.

Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι ο νεότατος σκηνοθέτης κίνησε με γνώση ένα σημαντικό σύνολο ηθοποιών οι οποίοι, υπαρξιακά κουρντισμένοι, δοσμένοι ολόψυχα σ’ αυτήν τη ριψοκίνδυνη περιπέτεια και περνώντας με εξαιρετική ευελιξία από την αποστασιοποίηση στο ρεαλισμό, έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Γάλλος, Αλεξία Καλτσίκη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Γιάννης Κλίνης, Περικλής Μουστάκης, Αρης Μπαλής, Γιάννος Περλέγκας, Ομηρος Πουλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Χρήστος Στέργιογλου.

Ελένη Πετάση [email protected]