Είδαμε την παράσταση «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» στο Εθνικό Θέατρο
Σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου.
Αυτός ο αιώνας χρειαζόταν ήρωες αλλά έχει μόνο εμάς. Αυτός θα μπορούσε να ήταν ο εναλλακτικός τίτλος του έργου του Τόνυ Κούσνερ «Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα» που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μόσχου.
Η παράσταση είναι από τις αγαπημένες του θεατρικού κοινού, το οποίο βγαίνει χορτάτο και έτοιμο για συζητήσεις. Γιατί αν κάνει κάτι εξαιρετικά καλά η παράσταση είναι να μας προβληματίσει. Ποιες είναι οι μονάδες που έχουν μια σχέση διπλής κατεύθυνσης με τα γεγονότα και την Ιστορία, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται;
Ξεκινώντας μια ανασύσταση των γεγονότων στο Βερολίνο, από όταν κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία, ο Κούσνερ επιλέγει να πει την Ιστορία μέσα από την ιστορία μιας παρέας καλλιτεχνών και πώς αυτή διαλύεται κατά την άνοδο του ναζισμού. Βλέπουμε τον ναζισμό να διογκώνεται, διακρίνουμε τα στοιχεία και τους μηχανισμούς της χιτλερικής πολιτικής που της εξασφαλίζουν την εξουσία αλλά κυρίως παρατηρούμε τον τρόπο με τον οποίο καταρρέουν οι πολιτικές αρχές μπροστά στην προσωπική επιβίωση. Κι έτσι από μια ολόκληρη παρέα μένει μονάχα η μονάδα.
Παρόλο που ο Κούσνερ δεν είναι ακριβώς σαφής όσον αφορά τις συγκρίσεις που επιχειρεί στο έργο του- καθώς αρχικά συνέκρινε τη φρίκη της χιτλερικής πολιτικής με τα ρεπουμπλικανικά καθεστώτα των Ρίγκαν και Μπους στις ΗΠΑ, για να επιστρέψει αργότερα να το προσαρμόσει εκ νέου ώστε να κλείνει το μάτι στην διακυβέρνηση Τραμπ- ο Γιάννης Μόσχος αποφεύγει τις αναφορές και απαλλάσσει την παράσταση από την κριτική που έχει δεχθεί ο Κούσνερ ότι υποβαθμίζει την φρίκη του ναζισμού με τις συγκρίσεις του. Έτσι ανοίγει το πλαίσιο της ιστορίας, εστιάζοντας στη διαχρονικότητά της. Γιατί αν και η ιστορία διαδραματίζεται στο Βερολίνο του 1932, δεν αφορά μονάχα τη Γερμανία ή τα γεγονότα της εποχής.
Όπως έχει άλλωστε δηλώσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είχε διαβάσει το έργο πριν από είκοσι χρόνια και γοητεύτηκε όχι από το πολιτικό του περιεχόμενο αλλά από τους ήρωές του. «Και τότε ήταν επίκαιρο το έργο. Αλλά την τελευταία εικοσαετία, η άνοδος της Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη το έκανε ακόμα περισσότερο. Και θεώρησα πλέον επιτακτική ανάγκη να παιχτεί σήμερα το έργο», έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Με αυτή του την επιλογή, η παράσταση γίνεται πιο δυνατή, επιτρέποντας παραλληλισμούς, συγκρίσεις και ερμηνείες με πρόσωπα και καταστάσεις, που δυστυχώς είναι γνώριμα και σήμερα. Ωστόσο, δεν απογειώνεται και εντελώς. Από τη μία οι ήρωες παρουσιάζονται κάπως χλιαροί- την ίδια ώρα όμως γίνεται τέλεια χρήση των «μαγικών» στοιχείων, όπως ο διάβολος ή η ηλικιωμένη- και από την άλλη η παράσταση κουνάει κάπως το δάκτυλο στο κοινό.
ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ-[email protected]
Έως 28 Μαΐου
Εθνικό Θέατρο, κτήριο Τσίλλερ- σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»
Τετάρτη: 19:30
Πέμπτη και Παρασκευή: 21:00
Σάββατο: 18:00 και 21:00
Κυριακή: 19:30
Προπώληση
Συντελεστές
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία, δραματουργική επεξεργασία: Γιάννης Μόσχος
Σκηνικά: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική, ήχοι: Θοδωρής Οικονόμου
Κίνηση: Ανθή Θεοφυλλίδη
Bίντεο: Αποστόλης Κουτσιανικούλης
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Διδασκαλία κλακετών: Θάνος Δασκαλόπουλος
Ιστορικός σύμβουλος: Βασίλης Μπογιατζής
Δραματολόγος παράστασης: Έρι Κύργια
Βοηθός σκηνοθέτη: Εύη Νάκου
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Θωμαΐς Τριανταφυλλίδου
Β΄ βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Καρδακάρης
Βοηθός σκηνογράφου: Σταύρος Μπαλής
Βοηθός ενδυματολόγου: Aλέξανδρος Γαρνάβος
Διανομή (με αλφαβητική σειρά)
Ανατολή Αθανασιάδου: Πολίνκα Έρντνους
Λαέρτης Μαλκότσης/Θέμης Πάνου: Βέαλτνινκ Χατζ
Αγορίτσα Οικονόμου: Άγκνες Έγκλινκ
Παναγιώτης Παναγόπουλος: Γκρέγκορ Μπάζβαλντ (Μπαζ)
Θανάσης Ραφτόπουλος: Γκότφριντ Σβετς
Σοφία Σεϊρλή: Die Alte
Υψιπύλη Σοφιά: Ρόζα Μάλεκ
Μαρία Τσιμά: Αναμπέλα Γκόστλινγκ
Γιλμάζ Χουσμέν: Εμίλ Τράουμ
Φωτογραφίες παράστασης: Ελίνα Γιουνανλή
Video: Αποστόλης Κουτσιανικούλης