Είδαμε την παράσταση «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» στο Εθνικό Θέατρο
Σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Ο Σαίξπηρ έγραψε το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» γύρω στο 1595. Έκτοτε η ερωτική ιστορία των δύο νέων και η επαναστατική του δύναμη «ανακυκλώνεται» ανά τους αιώνες. Η ομορφιά των κλασικών κειμένων έγκειται άλλωστε σε ακριβώς αυτό, επιβιώνουν και αναγεννιούνται στο χρόνο. Μία τέτοια προσπάθεια ανασύστασης και επανανοηματοδότησης παρακολουθούμε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, όπου ο Δημήτρης Καραντζάς παρουσιάζει την δική του ερμηνευτική προσέγγιση του έργου.
Έχοντας συνδέσει τη σκηνοθεσία του με ολοκληρωμένες αναγνώσεις, και σε ολοκληρωτικό βαθμό, των έργων με τα οποία καταπιάνεται, άλλοτε εύστοχα και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα, πάντα όμως με ευδιάκριτη την αγωνία να υπογράψει μία δική του ιδέα-πρόταση, ο Καραντζάς παραδίδει μία ακόμα τέτοια παράσταση, η οποία είναι ενδιαφέρουσα και συνεπής όσον αφορά το όραμα και την οπτική του σκηνοθέτη της.
Ο Καραντζάς επιλέγει να αφηγηθεί την ερωτική ιστορία των δύο νέων αφήνοντας να «μυρίσει» η σήψη της κοινωνίας γύρω τους. Ο έρωτας αναπτύσσεται παρά το μίσος και την παρακμή, φωτίζει για λίγο το σκοτάδι τους κι έπειτα χάνεται. Ίσως ακολουθώντας μια νομοτελειακή εξέλιξη, μιας και η παράσταση δεν φαίνεται να επενδύει στην ιδέα της αντίστασης ως αλλαγή. Αντίθετα επικεντρώνεται στον έρωτα ως σύγκρουση σε ένα κόσμο που έχει ποτίσει από την παρακμή και το σκοτάδι, και αν αλλάξει κάτι, δεν το ξέρουμε.
Η εστίαση αυτή στην παρακμή-που οδηγεί στο θάνατο- είναι εμφανής σε κάθε σκηνή της παράστασης, από την με δυσκολίες κατανόησης εναρκτήρια (με τη σύγκρουση Καπουλέτων και Μοντέγων) μέχρι την τελική (με την συσσώρευση νεκρών σωμάτων). Γίνεται όμως παραπάνω από εμφατική με τη σκηνή της γιορτής των Καπουλέτων, μια σκηνή ενοχλητική, όπως πρέπει, με διάρκεια, που έχει τη συνδρομή της χορογραφίας και της μουσικής. Η παρακμή που βλέπουμε στη σκηνή, αν και δεν έχει τελειωμό, έχει παρεμβολές. Ο έρωτας βρίσκει κάπου τον χώρο του στο περιθώριο.
Από εκεί και πέρα, με μικρότερες σκηνές, προωθείται η θεατρική δράση. Από τις πλέον αξιοσημείωτες είναι η ερωτική σκηνή των δύο νέων, με έμφαση στον ερωτισμό και την λυρικότητα της στιγμής. Στην πορεία γίνεται επίσης πιο σαφής η πρόθεση του σκηνοθέτη να «μεταφράσει» το έργο, υπογραμμίζοντας τις σεξιστικές αποχρώσεις, και άρα επικαιροποιώντας με ένα τρόπο το σχολιασμό του- κάτι που φαίνεται να κάνει και όσον αφορά την ταυτότητα του φύλου.
Φτάνοντας στο τέλος, γίνεται περισσότερο κατανοητή η επιλογή των σκηνικών που μοιάζουν με νεκροταφείο- αν και το φινάλε κουράζει και μπερδεύει με την μεταφορά των σωμάτων, στερώντας βαθμούς με ένα τρόπο από την ουσία της σκηνής. Οι νεκροί αυξάνονται στο κέντρο της σκηνής, το σκοτάδι επικρατεί, δεν υπάρχει διέξοδος σε αυτόν τον κύκλο μίσους παρά μόνο ο θάνατος που θα παρασύρει ακόμη και τον έρωτα. Αυτόν τον έρωτα που μέχρι αυτή τη στιγμή τον βλέπαμε να δυναμώνει είτε στο επάνω μέρος της σκηνής, ανέγγιχτο από τη σήψη, είτε στο μοναδικό του καταφύγιο, το παρεκκλήσι του πατέρα Λαυρέντιου (διαθέτοντας ξεχωριστή θέση στη σκηνή και φωτισμένο διαφορετικά για να διακρίνεται από την υπόλοιπη ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει τόσο το εσωτερικό του σπιτιού των Καπουλέτων όσο και τον εξωτερικό χώρο της δράσης).
Όσον αφορά τις ερμηνείες, ξεχωρίζουν η Ηρώ Μπέζου και ο Έκτορας Λιάτσος, στους ρόλους της Ιουλιέττας και του Ρωμαίου. Τηρούν την ίδια προσέγγιση, αναδεικνύοντας μια τραγικότητα στους ήρωές τους. Η παρουσία τους είναι ζωντανή στη σκηνή και μιλούν με καθαρότητα και ένταση, κάτι που όμως που δεν βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σε όλο τον υπόλοιπο θίασο. Πολύ καλός ως αυταρχικός πατέρας ο Γιάννης Νταλιάνης, καλύτερη η λειτουργία του ρόλου του Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη όταν δεν εμφανίζεται στην σκηνή (καθώς κάπως παραπλανεί η σκηνική του παρουσία).
Ιωάννα Βαρδαλαχάκη / [email protected]
Έως 19 Μαΐου
Εθνικό Θέατρο, κτήριο Τσίλλερ- κεντρική σκηνή
Τετάρτη και Κυριακή: 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο: 17:00 & 20:30
Προπώληση