Είδαμε τη Μήδεια σε σκηνοθεσία Simon Stone
Ο Stone εμπνέεται από την τραγωδία του Ευριπίδη, ταυτόχρονα βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας γιατρού στο Κάνσας που σκότωσε τον άντρα της και τα δύο από τα τρία παιδιά της το 1995 και τελικά υφαίνει ένα σύγχρονο έργο στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογικής αντιστοιχίας και ψυχαναλυτικής προσέγγισης.
Ο 40χρονος Αυστραλός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός Simon Stone διαγράφει μια λαμπρή πορεία στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα με καταξιωμένες δημιουργίες στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Γεννήθηκε στη Βασιλεία, μεγάλωσε στο Σίδνεϊ, σπούδασε στο Cambridge. Το 2007 επιστρέφει στην Αυστραλία όπου ιδρύει το Τhe Hayloft Project και ξεκινά τη θεατρική του καριέρα με το «Ξύπνημα της άνοιξης» του Frank Wedekind αποσπώντας εγκωμιαστικές κριτικές. Είναι ένας ευφυής δημιουργός. ο οποίος ασχολείται με την αναδημιουργία κλασικών έργων, κσταθέτοντσς ένα καθαρά προσωπικό στιλ γραφής. Το 2015 του απονεμήθηκε το βραβείο Nestory Theatre Awards για το έργο "Τζον Γκάμπριελ Μπόρκμαν" του Ίψεν, το οποίο παρουσιάστηκε στο θέατρο Ronacher της Βιέννης.
Το έργο του «Μήδεια» ανέβηκε το 2014, στην Ολλανδία, με τον θίασο του Ivo Van Hove Toneelgropeamsterdam και μετά από μια σειρά επιτυχημένων παρουσιάσεων στις σημαντικότερες σκηνές (Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Άμστερνταμ, Μαδρίτη) ανέβηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στο θέατρο Παλλάς από το International Theater Amsterdam.
Ο Stone εμπνέεται από την τραγωδία του Ευριπίδη, ταυτόχρονα βασίζεται στην αληθινή ιστορία μιας γιατρού στο Κάνσας που σκότωσε τον άντρα της και τα δύο από τα τρία παιδιά της το 1995 και τελικά υφαίνει ένα σύγχρονο έργο στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογικής αντιστοιχίας και ψυχαναλυτικής προσέγγισης. Δομεί με τη συμβολή του δραματουργού Peter Van Kraaij ένα στέρεο, αυθύπαρκτο και στιβαρό κείμενο με λόγο καθημερινό και άμεσο, το οποίο αποδεικνύει ότι η ιστορία της Μήδειας είναι διαχρονική. Στη σημερινή κοινωνία και μέσα από την πολυπλοκότητα της καθημερινότητας είναι δυνατόν να αναδυθούν τραγικά πρόσωπα με εμμονικές σκέψεις και συμπεριφορές, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Το κείμενο ακολουθεί το δράμα του Ευριπίδη δημιουργώντας σύγχρονες συνιστώσες. Όπως η Μήδεια του Ευριπίδη θεωρείται βάρβαρη, λόγω καταγωγής, και γι'αυτό αποκομμένη από την κοινωνία της Κορίνθου έτσι και η Μήδεια/Άννα του Stone μένει αποκομμένη από την ιατρική κοινότητα όταν επιστρέφει από την ψυχιατρική κλινική, όπου παρέμεινε ένα διάστημα μετά την απόπειρά της να δηλητηριάσει τον σύζυγό της. Η Άννα είναι μια γήινη περσόνα, μια βαθιά ερωτευμένη γυναίκα, η οποία θυσιάζει την ιατρική της καριέρα για να προωθήσει τον άντρα της, Λούκας/Ιάσωνα, έναν γιατρό μέτριων δυνατοτήτων. Η Άννα, όταν αισθάνεται να σβήνει η νιότη της, να αλλάζει το σώμα της, να παύει να είναι γόνιμη, ελκυστική και τη σαγήνη της να την εγκαταλείπει, συνειδητοποιεί ότι μια νεώτερη γυναίκα, η Κλάρα/Γλαύκη, έχει κατακτήσει την καρδιά του άντρα της. Τότε λαβώνεται ανεπανόρθωτα το εγώ της, ο σκοτεινιασμένος ψυχισμός της αναμοχλεύεται, σκοτεινά πάθη αναδύονται, αποκοιμησμένα ένστικτα ξυπνούν, η τρέλα της εκδίκησης πρυτανεύει και η ακύρωση της γυναικείας της υπόστασης την οδηγούν σε μοιραίες και μη αναστρέψιμες πράξεις. Σκοτώνει την Κλάρα και τον πατέρα της, δηλητηριάζει τα παιδιά της και η ίδια αγκαλιάζει τα νεκρά σώματα των παιδιών της και μαζί παραδίδονται βορά στις φλόγες που κυκλώνουν το σπίτι, μπροστά στα μάτια του εμβρόντητου Λούκας. Το πύρινο άρμα που μεταφέρει τη Μήδεια στον παππού της Ήλιο συμβολίζοντας τη θέωσή της, εδώ μεταγράφεται σε μια κοινότοπη αδηφάγα φωτιά η οποία κατατρώει τα γήινα σαρκία μετατρέποντάς τα σε στάχτες, μια έσχατη απόδειξη της θνητής φύσης του ανθρώπου.
Ο Simon Stone με σκηνοθετική δεξιοτεχνία εμπλέκει τη μια σκηνή μέσα στην άλλη χωρίς καμία αλλαγή στο σκηνικό και το κυριότερο χωρίς να προκαλεί σύγχυση στον θεατή με τη συνύπαρξη του «πριν», του «μετά» με το «τώρα» σε διαφορετικούς χώρους, διεγείροντας τη φαντασία του θεατή. Επίσης με αριστοτεχνικό τρόπο «σπάει» ή άλλοτε πάλι επιτείνει την τραγικότητα της κατάστασης με την παρουσία των παιδιών, τα οποία γυρίζουν ένα video ντοκουμέντο καταγράφοντας, με αθώα ματιά, οικογενειακές σκηνές ακόμα και πολύ προσωπικές σκηνές των γονιών τους.
Ένας κάτασπρος, κενός κύβος αποτελεί το απέριττο σκηνικό του Bob Cousins, το οποίο εγκλωβίζει τη δράση του έργου και εγγράφει επάνω στη λευκή επιφάνεια του την πορεία των πράξεων και των συναισθημάτων των ηρώων. Ένα άσπρο φωτεινό τοπίο το οποίο λειτουργεί αντιστικτικά με τον ερεβώδη ψυχισμό της Άννας. Ο Stone, γνώστης της κινηματογραφικής γλώσσας, πλαισιώνει το άνω μέρος του λευκού σκηνικού με αποκαλυπτικά κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της Άννας (Marieke Heebink), πλήρως ενταγμένα στη δράση, αποκαλύπτοντας τις εξαιρετικές υποκριτικές ποιότητες της ηθοποιού και ταυτόχρονα δημιουργώντας την αίσθηση ότι η Άννα εποπτεύει τα όσα συμβαίνουν στη σκηνή με μια απόκοσμη ματιά, δηλώντας έτσι ότι ήδη έχει αρχίσει να οδηγείται σε αλλά σκοτεινά μονοπάτια.
Οι έντονοι χρωματισμοί των κοστουμιών (κοστούμια An D'Huys) δίνουν χρώμα, μια «πινελιά ζωής», η οποία σταδιακά θάβεται κάτω από τη μαύρη στάχτη, μια συμβολική τέφρα/μαυρισμένο αίμα, που αρχίζει να πέφτει από ψηλά, σαν μια λεπτή κλωστή που ενώνει τον Άνω με τον Κάτω Κόσμο, τον Ουρανό με τον Άδη, να συσσωρεύεται και να μαγαρίζει τη λευκότητα του σκηνικού σκεπάζοντας τα πρόσωπα του έργου. Σηματοδοτεί τα μελλούμενα, τη μετάβασή τους στον θάνατο.
Ένα δυναμικό ensemble ηθοποιών υποστηρίζει με θέρμη τους ρόλους του, με προεξάρχουσα την Marieke Heebink στο ρόλο της Άννας. Η ηθοποιός με λιτά εκφραστικά μέσα, με απίστευτη υποκριτική ένταση και σκηνική δύναμη δημιουργεί μια βαθιά μελετημένη ερμηνεία, η οποία της χάρισε το ετήσιο θεατρικό βραβείο της Ολλανδίας, Theo d'Or.
Η «Μήδεια» του Simon Stone είναι μια άρτια παράσταση, η οποία «συνομιλεί» με τον αρχαίο τραγικό λόγο με συνέπεια και σεβασμό.
Σμαρώ Κώτσια
Θεατρολόγος - Κριτικός Θεάτρου