Κριτική: Είδαμε την «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου

oresteia Johanna Weber
ΤΕΤΑΡΤΗ, 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 2024

Η «Ορέστεια» του Αισχύλου (525π.χ. - 456π.χ.), πιθανότατα το κύκνειο άσμα του, είναι η μόνη σωζόμενη τριλογία, συνοδεύονταν από το σατυρικό δράμα «Πρωτέας» και παρουσιάστηκε στα Εν Άστει Διονύσια το 548 π.χ. αποσπώντας το πρώτο βραβείο.

Ο Αισχύλος με την «Ορέστεια» σχολιάζει μια ταραγμένη περίοδο μεγάλων πολιτικών ανακατατάξεων και σφοδρών εντάσεων μεταξύ των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών. Ήδη το 461π.χ., πέντε χρόνια πριν την παρουσίαση του έργου, ο δημοκρατικός Εφιάλτης έχει προχωρήσει σε αφαίρεση όλων των πολιτικών και ελεγκτικών εξουσιών από τον Άρειο Πάγο - ένα σώμα κατεξοχήν αριστοκρατικής καταγωγής - για να  τις μεταβιβάσει στην Εκκλησία του Δήμου. Έτσι ο Άρειος Πάγος διατήρησε μόνο τη δικαστική εξουσία για φόνους εκ προθέσεως, τραυματισμούς με σκοπό τον φόνο και κοπές ιερών δένδρων. Την ίδια χρονιά δολοφονείται ο Εφιάλτης, εξοστρακίζεται ο ολιγαρχικός Κίμων και αναλαμβάνει τα ηνία της Αθηναϊκής πολιτείας ο δημοκρατικός Περικλής, ο οποίος στοχεύει στην απόλυτη ηγεμονία της Αθήνας σε όλη την Ελλάδα.

Ο ιδιοφυής τραγικός, με όχημα τον μύθο του κύκλου του αίματος των Ατρειδών, σχολιάζει την τρικυμιώδη ιδεολογική, πολιτική, φιλοσοφική, θεολογική κατάσταση της εποχής του αφήνοντας στις επόμενες γενεές μια ανυπέρβλητη παρακαταθήκη, ανοιχτή σε πολλαπλές προσεγγίσεις και αναγνώσεις ανάλογα με τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του εκάστοτε σκηνοθέτη και τον τρόπο που αυτός αφουγκράζεται τις κοινωνικοπολιτικές δονήσεις της εποχής του.

Johanna Weber

Ο Θόδωρος Τερζόπουλος, καλλιτέχνης παγκόσμιας εμβέλειας και αναγνώρισης, συνεργάζεται για πρώτη φορά με το Εθνικό θέατρο και προσεγγίζει το έργο μέσα από τον προσωπικό του θεατρικό κώδικα. Μια ιδιαίτερη θεατρική φόρμα που υπηρετεί τον Διόνυσο από το 1985, όταν ιδρύθηκε η θεατρική ομάδα Άττις, με εναρκτήρια τραγωδία τις «Βάκχες». Η μέθοδος εργασίας του έχει ως κέντρο τον άνθρωπο και τις δυνατότητες του ανθρωπίνου σώματος μέσα σε ένα αυστηρά τελετουργικό πλαίσιο.

Η «Ορέστεια», την οποία παρακολουθήσαμε στο Αργολικό θέατρο αποτελεί την πεμπτουσία της μεθόδου του μεγάλου δασκάλου και ερευνητή. Τοποθετεί στον πυρήνα και των τριών τραγωδιών τον χορό. Ο χορός στον Αγαμέμνονα υπομένει τον μητριαρχικό ζυγό και αγωνιά, στις Χοηφόρες συμπαραστέκεται και παρακινεί τα δρώντα πρόσωπα ενώ στις Ευμενίδες, το σμάρι των αποτρόπαιων Ερινύων οργίζεται, επαναστατεί αλλά τελικά συνθηκολογεί και μετατρέπεται σε Ευμενίδες. Ο χορός  δεν εγκαταλείπει ποτέ την ορχήστρα, κινείται σαν ένα  'ανθρώπινο σώμα'  με ρυθμική ανάσα, απόλυτα συγχρονισμένες κινήσεις, ενιαίο ύφος και έντονη φυσική ενέργεια. Ως ένα παλλόμενο πάσχων σώμα, δονείται, εκρήγνυται, συσπάται, διασπάται και συσπειρώνεται, συστρέφεται, παράγει ποικίλες φωνητικές ποιότητες, χθόνιους ήχους, κροξίματα, αλλαλαγμούς, οιμωγές και μέσα από εικονοκλαστικούς σχηματισμούς, γεωμετρικά σχήματα και ευρηματικούς συμβολισμούς διαχέει  προς το κατάμεστο κοίλο: δέος, τρόμο, φρίκη, οδύνη, συντριβή, φόβο, συγκίνηση.

Μιχάλης Αρχοντίδης

Ο Αισχύλος χρησιμοποιώντας ως 'εργαλείο' τον μύθο των Ατρειδών περνά από τη μητριαρχία με τον φόνο του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα στην αυγή της πατριαρχίας με τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον γιό της Ορέστη -παίρνοντας εκδίκηση  για τον φόνο του πατέρα του- στην κατάργηση, ουσιαστικά, της αυτοδικίας και στην εδραίωση της νομοθετημένης δικαιοσύνης μέσω του θεσμού του Αρείου Πάγου. Αυτή τη μακραίωνη διαδρομή μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό και στους ποικίλους κοινωνικοπολιτικούς μετασχηματισμούς διανύει και η σκηνοθετική προσέγγιση του Τερζόπουλου, τονίζοντας την οικουμενική διάσταση του κειμένου.

Με σεβασμό στον τραγικό λόγο του Αισχύλου, χωρίς να τον διασαλεύει, καυτηριάζει με μια οξεία πολιτική ματιά πρόσωπα και καταστάσεις ανατρέχοντας σε σύγχρονες παραμέτρους. Οι γκροτέσκες ερμηνείες με την ακκιζόμενη Κλυταιμνήστρα, τη χαιρέκακη καρικατούρα του  Αίγισθου, η είσοδος στην ορχήστρα του αιμοσταγή στρατάρχη Αγαμέμνονα με το βάδισμα χήνας πάνω στα πεσμένα σώματα του χορού στηλιτεύουν μια διαβρωμένη άρχουσα τάξη που διψά για εξουσία.

Το ερμητικό κείμενο των «Ευμενίδων», ο Τερζόπουλος το προσεγγίζει με μια καθαρά προσωπική του πολιτική ανάγνωση. Η  έντονη επιμονή των Ερινύων να τιμωρηθεί ο  μητροκτόνος Ορέστης προσκρούει στη  σθεναρή και λογικοφανή επιχειρηματολογία της Θεάς Αθηνάς, η οποία με λόγο παραπλανητικό και δόλια πειθώ, τις χειραγωγεί και τελικά κατορθώνει να τις μετατρέψει σε Ευμενίδες. Οι Ευμενίδες πλέον υποτάσσονται, συνθηκολογούν, μετατρέπονται σε υποχείρια των Νέων Θεών και αποχωρούν ταπεινωμένες, γονατισμένες στα τέσσερα, πιασμένες στα δίχτυα μιας νεας τάξης πραγμάτων, η οποία  εγκαθιδρύει τη Δημοκρατία,  καρδιά της οποίας είναι η Δικαιοσύνη. Μια Δικαιοσύνη που εξυπηρετεί και υπηρετεί το 'δίκαιο' και τα συμφέροντα των ολίγων και ισχυρών. Η παράσταση  κλείνει με μια τολμηρή επιλογή του Θόδωρου Τερζόπουλου: με τον αθωωμένο Ορέστη, ολομόναχο στην αρχαία  ορχήστρα, να παλεύει τυλιγμέμνος μέσα σε ένα ματωμένο σεντόνι, εγκλωβισμένο μέσα   σε αυτόν τον αιμάτινο βρόγχο, ενώ ακούγονται από τα ηχεία πυροβολισμοί, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, αριθμοί προσφύγων και θυμάτων στη Γάζα, οι τιμές των μετοχών στον Daw Jones και μια γλυκιά  γυναικεία φωνή με  επανειλημμένα "Welcome" να μας καλωσορίζει σε έναν νέο κόσμο, σε ένα εφιαλτικό σήμερα. Το  καυστικό πολιτικό σχόλιο του Τερζόπουλου λοιδορεί τη σαθρή αστική δημοκρατία της Δύσης ενώ  συνδέει με μια νοητή κλωστή  τη μοίρα του τραγικού ανθρώπου με την αντανάκλασή του στο σήμερα, ανακαλώντας μνήμες και συνδηλώσεις στον κάθε θεατή.

Ένα ξύλινο στρογγυλό δάπεδο καλύπτει την ορχήστρα της Επιδαύρου χαραγμένο με ακριβείς ευθείες χαράξεις στη συμβολή των οποίων κυριαρχεί το ανθρώπινο σώμα - ο χορός. Δυναμικοί φωτισμοί  λούζουν τον χώρο και τον χορό καθηλώνοντας το βλέμμα του θεατή. Όλα επιλογές του Θόδωρου Τερζόπουλου οι οποίες συνάδουν  με το πνεύμα της μεθόδου του. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Παναγιώτη Βελιανίτη, μόνιμου συνεργάτη του θεάτρου «Άττις» εδώ και 30 χρόνια, παντρεύει με μαεστρία το ηπειρώτικο μοιρολόι με το αραβικό, τους απόκοσμους και καταχθόνιους ήχους με αυτούς της φύσης σμιλεύοντας τον ερεβώδη ψυχισμό των ηρώων. Η δε νέα μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου παρουσιάζει έναν ιδιαίτερο θεατρικό δυναμισμό.

Καθηλωτικός ο χορός των 21 νέων ηθοποιών που δούλεψε σκληρά, αγόγγυστα , δοτικά και μπόρεσε να μυηθεί στη μέθοδο του Δασκάλου. Εντυπωσιακές οι ερμηνείες των παλαιών συνεργατών του θεάτρου Άττις: Τάσου Δήμα (φύλακας, κορυφαίος), Σοφίας Χιλλ (Κλυταιμνήστρα), Σάββα Στρούμπου (Αγαμέμνων), Αγλαΐας Παππά (Αθηνά), Έλλης Ιγκλίζ (Τροφός) και η Έβελυν Ασουάντ συγκλονιστική στο ρόλο της Κασσάνδρας ψελλίζει ένα  αραβικό μοιρολόι που αγκαλιάζει όλους τους ξεριζομένους της γης. Από τους νεότερους  ηθοποιούς με πολύ συνεπείς ερμηνείες: ο Δαυίδ Μαλτέζε ( Αίγισθος), η Άννα Μαρία Μπονισέλ (Προφήτης), ο Νίκος Ντάσης (Απόλλων). Η Νιόβη Χαραλάμπους ως Ηλέκτρα μένει περισσότερο στη φόρμα και βέβαια ο πολύ νέος ηθοποιός (μόλις αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού θεάτρου) και πολλά υποσχόμενος Κωνσταντίνος Κοντογεωργόπουλος υπερασπίζεται με πάθος τον κολοσσιαίο ρόλο του Ορέστη.  

Η παράσταση της «Ορέστειας» ταξιδεύει μέσα σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης μυσταγωγίας. Αποτελεί την κορωνίδα στη μακρόχρονη πορεία του Θέδωρου Τερζόπουλου, μια πολύτιμη κιβωτό της μεθόδου του μύστη του Διόνυσου.

Σμαρώ Κώτσια
Θεατρολόγος - Κριτικός Θεάτρου