Κριτική: Είδαμε τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα
Από τη Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.
Ο Αριστοφάνης (445π.χ.-386π.χ.) παρουσιάζει τον "Πλούτο", το 388π.χ., την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του, η οποία σηματοδοτεί μαζί με τις "Εκκλησιάζουσες" το πέρασμα στη Μέση Κωμωδία. Τη Μέση Κωμωδία χαρακτηρίζει: ο περιορισμένος ρόλος του χορού, η κατάργηση της παράβασης και η επιμονή στον σχολιασμό των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του ο πολίτης.
Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404π.χ.), η βαριά ηττημένη Αθήνα χάνει την παλιά της αίγλη, έχει υποστεί βαρύτατο οικονομικό πλήγμα και ένα χρόνο πριν τη λήξη του Κορινθιακού πολέμου (395π.χ.-387π.χ.) προσπαθεί να ορθοποδήσει μέσα σε μια πολύπλοκη πολιτικοκοινωνική κατάσταση, κατά την διάρκεια της οποίας επικρατούν οι 'επαγγελματίες' πολιτικοί, οι οποίοι καπιλεύονται την εξουσία και το δημόσιο χρήμα, βασιλεύουν οι τοκογλύφοι, ο πολύς πλούτος περνά στα χέρια λίγων και όχι έντιμων πολιτών, ενώ οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι. Το βάρος της φτωχοποίησης και της εξαθλίωσης το βιώνουν κυρίως οι αγρότες, εξαιτίας της εγκατάλειψης της υπαίθρου λόγω του μακροχρόνιου πολέμου.
Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ο Αριστοφάνης γράφει τον "Πλούτο". Ο Χρεμύλος ένας φτωχός πλην τίμιος Αθηναίος αναρωτιέται με ποιον τρόπο να διαπαιδαγωγήσει τον γιό του. Να γίνει φτωχός και έντιμος σαν κι αυτόν ή πλούσιος στο δρόμο της ατιμίας και της διαφθοράς. Ο Χρεμύλος οδηγεί στο σπίτι του έναν κουρελή τυφλό ακολουθώντας τη συμβουλή του Θεού Απόλλωνα. Και έτσι βρίσκεται να περιθάλπει τον Θεό Πλούτο. Ο Χρεμύλος φροντίζει να αποκτήσει ξανά το φως του ο Πλούτος για να μπορεί να δίνει τα αγαθά του μόνο στους τίμιους και έντιμους ανθρώπους. Μια ουτοπία την οποία διασαλεύουν οι αδυναμίες των ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν ισχυρό ηθικό υπόβαθρο. Η απληστία και ο εύκολος πλουτισμός διαφθείρουν και τους καλούς και τίμιους πολίτες. Και τότε, Ο Αριστοφάνης αφήνει να πλανάται το ερώτημα: μήπως είναι προτιμότερο ένα πλούσιο δημόσιο ταμείο παρά ο άκρατος ατομικός πλουτισμός;
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη για να σταθούν στη σκηνή σήμερα έχουν ανάγκη να τις φρεσκάρει το αεράκι της επικαιροποίησης για να μπορέσουν η σάτιρα και το κωμικό εύρημα να συναντήσει τα αντανακλαστικά ενός σύγχρονου κοινού. Ο Γιάννης Κακλέας, ταλαντούχος και πανέξυπνος καλλιτέχνης, αντιλαμβάνεται τις πάμπολλες δυνατότητες του "Πλούτου" να συνομιλήσει με τη σημερινή εποχή και αναλαμβάνει τη μετάφραση (τρόπος του λέγειν) κατά βάση την ελεύθερη απόδοση του κειμένου και την σκηνοθεσία του έργου κάτω από την αιγίδα του ΚΘΒΕ.
Ο Κακλέας με αφετηρία το κείμενο του Αριστοφάνη δημιουργεί ένα σύγχρονο κείμενο ευφυές, γεμάτο χιούμορ και παλμό, το οποίο αφουγκράζεται τους προβληματισμούς της νεολαίας αλλά και της παλαιότερης γενιάς. Είναι ένα θαρραλέο εγχείρημα αλλά με πολλές επιλογές εύκολου εντιπωσιασμού, πλημμυρισμένο στην υπερβολή και τη φλυαρία.
Προσπερνώντας τον χαρακτήρα της Μέσης Κωμωδίας, ο Κακλέας μετατρέπει τον δούλο του Χρεμύλου, Καρίωνα, σε γιό του και τον χορό των φτωχών χωρικών σε μια μεγάλη παρέα της γειτονιάς -φίλων του Καρίωνα- η οποία μιλά με σύγχρονες εκφράσεις slang της νεολαίας και ραπάρει σχολιάζοντας την ανεργία και την οικονομική κρίση. Η σκηνοθετική του ματιά ευέλικτη και ευρηματική χαρίζει σύγχρονες ανάσες στο έργο χωρίς όμως να μπορεί να αποφύγει το kitsch και την εντύπωση μιας υπερβολικά ζωηρής μουσικοχορευτικής κωμωδίας.
Η μουσική κυριαρχεί και δίνει το ρυθμό στην παράσταση. Πολύ έξυπνη και εύστοχη η επιλογή των: Χατζηφραγκέτα και Nalyssa Green. Οι μεν πρώτοι, με τα τραγούδια που ερμηνεύουν "Εντάξει Κική" και "Ταξικό", εκπροσωπούν τη θέση του Χρεμύλου. Ενώ η δροσερή ερμηνεία της δεύτερης με το τραγούδι "Χρήμα" (διασκευή του Αττίκ) και το '"money. money , money" των Abba εκφράζει την παρέα των νέων που ραπάρει. Έτσι δημιουργείται η εντύπωση ενός μουσικού 'αγώνα λόγων', που καθρεφτίζει τον αντίστοιχο αγώνα λόγων μεταξύ της Πενίας και του Χρεμύλου. Η μουσική σύνθεση του Βάιου Πράπα είναι πλήρως εναρμονισμένη στο πνεύμα της παράστασης. Επίσης ο Τελευταίος Καλεσμένος κλείνει την παράσταση τραπάροντας με ένα τραγούδι με έντονο και επιθετικό κονωνικοπολιτό στίχο.
Ο αγώνας λόγων μεταξύ της Πενίας και του Χρεμύλου παρουσιάζεται αποδυναμωμένος με τη διάσπαση του ρόλου της Πενίας σε τέσσερις ηθοποιούς (Πολυξένη Σπυροπούλου, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Άννα Ευθυμίου, Κλειώ Οθωναίου). Μια ατυχής σκηνοθετική επιλογή γιατί έτσι μειώνεται η δυναμική του ατακαριστού λόγου μεταξύ των δύο προσώπων, τα οποία, μάλιστα, καταφεύγουν σε πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Η ρακένδυτη, βρώμικη και σαν Ερινύα στην όψη (συνηθισμένη εμφάνιση ) Πενία μεταμορφώνεται σε τέσσερις νέες γυναίκες ομοιόμορφα ντυμένες σε ολόλευκα εντυπωσιακά φορέματα με έντονο ψυχρό μακιγιάζ. Τέσσερις απόμακρες, παγερές και απροσπέλαστες γυναικείες φιγούρες που δεν έχουν να προσθέσουν κανένα, ουσιαστικά, δραματουργικό στοιχείο στο ρόλο της Πενίας.
Η θεραπεία του Πλούτου στο μαντείο των Δελφών πραγματοποιείται μέσα σε ένα show γεμάτο χλιδή και χολιγουντιανό εντυπωσιασμό από όπου ξεπροβάλλει ένας ολόχρυσος νεαρός Πλούτος. Μια εξτραβαγκάντζα, η οποία δεν έχει να προσφέρει κάποιο στοιχείο στην εξέλιξη του έργου. Και εκτός αυτού εξαφανίζεται πλήρως ο Πλούτος στο υπόλοιπο της παράστασης. Ακολουθούν όμως οι συνέπειες της θεραπείας του. Μια σειρά από επιθεωρησιακά σκετσάκια, σε τραπ μουσικούς ήχους, καταμαρτυρούν την απληστία, τον εύκολο πλουτισμό, την επιδειξιομανία, την υπερκατανάλωση και την κακογουστιά των πρώην φτωχών και νυν νεόπλουτων. Μια εξαντλητική λούπα, με όλα τα brand names υπερπολυτελών αυτοκινήτων, ρολογιών , τσαντών, κρασιών, διάσημων οίκων μόδας και εξωτικών ταξιδιωτικών προορισμών, αποδυναμώνει τη ροή της παρμάστασης και κουράζει με την τόση φλυαρία.
Ο Μάνος Βακούσης υποστηρίζει τον ρόλο του Χρεμύλου με μέτρο, καθαρότητα, απλότητα και με μια πηγαία σίσθηση ανθρωπιάς. Ο Αλέξανδρος Ζουριδάκης δημιουργεί έναν πολύ ξεχωριστό Πλούτο. Ερμηνεύει τον τυφλό Πλούτο πειστικότατα με ένα απλανές και ανήσυχο βλέμμα γεμάτο φόβο και απορία, ακροβστώντας ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό. Κρίμα που ένας ηθοποιός με τόση εκφραστικότητα εξαφανίζεται τελείως ως 'αναβλέψας' Πλούτος στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Ο Γιάννης Σύριος υποδύεται τον Καρίωνα με έντονο νεανικό δυναμισμό. Όλοι οι ηθοποιοί συγκροτούν ένα καλοδουλεμένο σύνολο δεμένο, γεμάτο ζωντάνια και φρεσκάδα: Αναστασία Καλέση, Φαμπρίτσιο Μούτσο, Χριστίνα Μπακαστάθη, Στεφανία Σωτηροπούλου, Γιάννης Τομάζος, Χρήστος Τσάβος, Δημήτρης Διακοσάββας, Φαίη Κοκκινοπούλου, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Δημήτρης Μορφακίδης, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Φωτεινή Τιμοθέου, Γιάννης Χαρόσης, Θάνος Φερετζέλης, Μαίρη Ανδρέου, Ελένη Μοσχοπούλου.
Τα σκηνικά του Μανώλη Παντελιδάκη τονίζουν ευδιάκριτα την αλλαγή μεταξύ της περιόδου της οικονομικής κρίσης και της ανεργίας με το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με τα σπασμένα τζάμια σε ένα δυστοπικό τοπίο και της εύπορης περιόδου με το χλιδάτο σκηνικό. Η Στέλλα Κάλτσου 'ντύνει' την παράσταση με εκφραστικούς εναλλασσόμενους φωτισμούς. Οι χορογραφίες της Στεφανίας Σωτηροπούλου δημιουργούν πληθώρα εμβόλιμων χορευτικών., τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στα επιθεωρησιακά σκετσάκια ενισχύοντας ακόμα πιο πολύ το ήδη πομπώδες ύφος της παράστασης. Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη ενώ για την περίοδο της ένδειας 'ισορροπούν' σε μια παλέτα γήινων χρωμάτων , την περίοδο της ευμάρειας πνίγονται με στόμφο στη μονοχρωμία του χρυσού.
Τέλος η προσθήκη της παράβασης είναι μια πλεονάζουσα σκηνοθετική πρωτοβουλία εντελώς περιττή. Η έμπειρη και πολύ ευφραδής Ιστορικός Μαρία Ευθυμίου με τη σύντομη παρέμβασή της δεν προσθέτει κάτι καινούργιο. Επιβραβεύει το πνεύμα της σύγχρονης χορηγίας, ενω προτρέπει να ακολουθούνται τα ' πατήματα ' των αρχαίων χορηγιών.
Ο Γιάννης Κακλέας κατέχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να κινεί πολλούς ηθοποιούς επί σκηνής. Μια αρετή, η οποία επαληθεύεται για μια ακόμα φορά. Ο "Πλούτος" του προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ του Αριστοφανικού πνεύματος και ενός σύγχρονου υπερθεάματος. Ένα στοίχημα φοβερά δύσκολο που οδηγεί σε αμφίβολο αποτέλεσμα. Ωστόσο κατορθώνει να δημιουργήσει μια ευφρόσυνη και παιγνιώδη ατμόσφαιρα, μια έντονη φαντασμαγορία με τραγούδια, ευρηματικά σκετσάκια και χορευτικά ιντερμέδια που ενθουσιάζουν, εντέλει, το κοινό, το οποίο απαντά με ένα έντονο και παρατεταμένο χειροκρότημα.