Κριτική: Είδαμε τις «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου
Από τη Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επανέρχεται στο θέατρο της Επιδαύρου μετά από έξι χρόνια ("Ηλέκτρα" του Σοφοκλή, 2018) και πάλι κάτω από την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου, με το έργο του Ευριπίδη "Βάκχες".
Ο Ευριπίδης, ο πιο καινοτόμος απο τους τραγικούς, γράφει τις "Βάκχες", το κύκνειο έργο του, ένα χρόνο πριν φύγει από τη ζωή (407π.χ.), στη γη της Μακεδονίας. Ένα έργο ερεβώδες γεμάτο συμβολισμούς και αντιθέσεις. Μια τραγωδία σαν σκοτεινός ωκεανός, στο εσωτερικό της οποίας 'συμπλέουν' με μια τελετουργική συνοχή: το μυθικό, το θρησκευτικό και το πολιτικό στοιχείο. Η μυθική καταγωγή του Θεού Διόνυσου - ο Δίας και η Σεμέλη, οι γονείς του - η διάδοση και η εγκαθίδρυση της νέας θρησκείας και ο συθέμελος τριγμός της έννομης τάξης της πόλης από το άλλο, το ανοίκειο, το διαφορετικό, το ξένο. Ουσιαστικά συμβαίνει μια τεράστια σύγκρουση μεταξύ του Διόνυσου με τον Πενθέα, του Θεού με τον άνθρωπο, του ξένου με τον βασιλιά (την εξουσία), της παρόρμησης με την τετράγωνη λογική, του διαμελησμένου σώματος του θεού Διόνυσου, το οποίο συντίθεται, αναστένεται και η εμφάνισή του είναι Θεοφάνεια με τα διαμελησμένα απομεινάρια του Πενθέα, τα οποία μένουν άταφα και 'αναγγέλουν' το τέλος ενός θνητού. Μια σφοδρή σύγκρουση, η οποία οδηγεί σε μια μοιραία αντιστροφή ρόλων: ο διώκτης μετατρέπεται σε διωκόμενο, ο θεατής σε θέαμα και ο κυνηγημένος σε δήμιο.
Ο Διόνυσος, ο θεός της ενέργειας και της μεταμορφωτικής δύναμης έρχεται από τη Λυδία στη Θήβα, την πατρίδα της μητέρας του, για να επιβάλει τη θρησκεία του. Ο βασιλιάς Πενθέας, περιχαρακωμένος με αλζονεία και ορθολογικό πνεύμα, απορρίπτει τη νέα θρησκεία και τις οργιαστικές τελετουργίες της και έτσι γίνεται θεομάχος. Η τιμωρία είναι σκληρή και ο Διόνυσος αποδεικνύεται θεός τρομακτικός. Παραπλανά τον Πενθέα, τον ντύνει βάκχη για να παρακολουθήσει, σαν παρατηρητής - ηδονοβλεψίας, τις βακχείες των μαινάδων στον Κιθαιρώνα και αποκαλύπτει την τερατώδη μορφή του: κσταστρέφει τα ανάκτορα του Πενθέα και η τελετουργία των βακχευόμενων μαινάδων μετατρέπεται σε τελετουργική δολοφονία, με τη μαινάδα Αγαύη να διαμελίζει τον γιό της Πενθέα.
Μια τραγωδία περίπλοκη, η οποία φωτίζεται ανάλογα με την εποχή και τον τρόπο ανάγνωσης και προσέγγισης του εκάστοτε σκηνοθέτη. Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου θέλησε να δημιουργήσει μια παράσταση, η οποία να αντανακλά το πνεύμα της εποχής, της ετερότητας και της συμπερίληψης, παραμένοντας όμως σε μια ρηχή και επιδερμική ανάγνωση εγκλωβισμένη στο χρώμα και τη φόρμα. Μια σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία ξεκινά με μια έξυπνη ιδέα αλλά δυστυχώς συνεχίζει χωρίς χυμούς, χωρίς ενσυναίσθηση για τα πάσχοντα σώματα, χωρίς τον διονυσιακό οίστρο.
Ο Παπακωνσταντίνου στήνει 'μια παράσταση μέσα στην παράσταση', θέατρο μέσα στο θέατρο. Ο Διόνυσος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), ο θηλυπρεπής Θεός της ιερής μανίας, της ηδονικής βακχείας, του θανάτου, της ανάστασης, της παρενδυσίας και της επιτελεστικότητας περιφέρεται με φράκο, γυμνόστηθος και με γοβάκια στις κερκίδες του αργολικού θεάτρου κάνοντας αστεία με τους θεατές. Λίγο μετά κατεβαίνει στην ορχήστρα, ακκίζεται, περπατά στα τέσσερα βγάζοντας διάφορους ήχους και μετά λέει ένα κοφτό "ήρθα", υποκλίνεται στο κοινό και ως άλλος ζογκλέρ επιδεικνύει την μαγική του τέχνη: κτυπά παλαμάκια. και αναβοσβήνουν τα διάσπαρτα φώτα, υποδέχεται τους μουσικούς και ανασύρει σταδιακά πελώρια λευκά σεντόνια αποκαλύπτοντας το σκηνικό (Νίκη Ψυχογιού) με τον τάφο της μητέρας του, διάφορους λοφίσκους και μεγάλα μαύρα κιβώτια που περιέχουν σκηνικά αντικείμενα. Ο πολύχρωμος χορός των βακχών, που τον συνοδεύει, τον ραίνει με χρώματα του ουράνιου τόξου και έτσι αποκτά το κοστούμι του άλλου , του διαφορετικού, το θίασο στην ορχήστρα και λίγο πριν ξεκινήσει 'η παράστασή του', καθώς αποχωρεί ο θίασος από την ορχήστρα, η Αγαύη βγάζει το κομμένο κεφάλι του Πενθέα (προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει) από ένα μαύρο κιβώτιο και βγαίνει από την ορχήστρα. Ένα κλείσιμο του ματιού ότι ο σκηνοθέτης -_ θεός Διόνυσος κατευθύνει, ενορχηστρώνει και συντονίζει τα πάντα. Μια έξυπνη σύλληψη, η όποια όμως εξαντλείται εδώ, χωρίς καμία σύνδεση με ό,τι ακολουθεί.
Συγκλονιστικές σκηνές με καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της τραγωδίας παρουσιάζονται τελείως άνευρα και χλιαρά. Δεν αναδεικνύονται σκηνοθετικά, ούτε μπόρεσαν να υποστηριχθούν υποκριτικά. Η συναρπαστική σκηνή της μεταμφίεσης του Πενθέα (Αργύρης Πανταζάρας) σε βάκχη, καθως αφυπνίζεται μέσα του η διονυσιακή του πλευρά και παρασύρεται από το πάθος της βακχείας. Και βέβαια η εμβληματικότερη και δυσκολότερη σκηνή του παγκόσμιου ρεπερτόριου, η οποία θεωρείται και ως απαρχή της ψυχανάλυσης, στην οποία ο Κάδμος (Θέμης Πάνου} προσπαθεί να επαναφέρει τον 'σαλεμενο νου' της μαινάδας Αγαύης (Αλεξία Καλτσίκη), να βγει από τη μέθη της βακχικής υστερίας και η μάνα να αναγνωρίσει το κεφάλι του γιού της, που περιφέρει ως τρόπαιο. Επίσης η διάσπαση της περιγραφής των οργίων και των όσων συνέβησαν στον Κιθαιρώνα από τον αγγελιοφόρο, σε τρεις ηθοποιούς (Γιάννης Κόραβος, Διονύσης Πιφέας, Φώτης Στρατηγός), αποδυναμώνει την τρομερή ένταση και τη ζωντάνια του τραγικού λόγου, ταυτόχρονα χάνεται η συνοχή του και ο θεατής δυσκολεύεται να παρακολουθήσει.
Η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, σε στίχο με έναν ποιητικό αέρα, με ψυχολογικές προεκτάσεις και έντονη αμφισημία στις λέξεις, δεν μπόρεσε να κατέβει στο κοίλον. Ειδικά ο τρόπος εκφοράς των φωνηέντων από τον χορό, άλλοτε μακρόσυρτα και άλλοτε κοφτά, σαν να δημιουργούσαν αντίλαλο. Η μουσική σύνθεση του Δημήτρη Σκύλλα αποτελεί μια μείξη βυζαντινών στοιχείων (ακούσματα ήχων Μεγάλης Παρασκευής), του 'βρόμιου' ήχου (ο βροντερός ήχος των τυμπάνων) και παραλλαγμένων παραδοσιακών σκοπών, ενώ απουσιάζει το πνεύμα της βακχείας. Η χορογραφία της Νάνσης Γώγουλου δεν αποπνέει το πνεύμα της βακχικής όρχησης. Τα ημίγυμνα, πολύχρωμα, ζαλιστικά κοστούμια του χορού της Νίκης Ψυχογιού αποτυπώνουν το πνεύμα της παράστασης, χωρίς να προσθέτουν κάτι το ιδιαίτερο. Το μαύρο κοστούμι της ξιφασκίας του Πενθέα υπογραμμίζει φλύαρα τόσο την περίκλειστη ψυχολογία του νάρκισσου νεανία όσο και αυτό που υπονοεί το όνομά του., το πένθος. Ξεχωριστό είναι μόνο το πληθωρικό κοστούμι του Τειρεσία, το οποίο τονίζει την ανδρόγυνη φύση του μάντη αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος της Μαριάννας Δημητρίου. Ενώ στο λευκό σκηνικό, σσν σε λευκό φόντο, 'γράφουν' τα πολύχρωμα κοστούμια. Από μια τεράστια πύλη, είσοδο της πόλης ή των ανακτόρων ή "στο backstage' της ορχήστρας του θεάτρου αιωρείται ένα στεφάνι από κισσό (εμβληματικό φυτό του Διόνυσου) με μια σημαία των LOATKI, ως οικόσημο του queer Θεού. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα ιδιαίτερα εμπνευσμένοι.
Ηθοποιοί καταξιωμένοι με μακρά καλλιτεχνική πορεία και με ιδιαίτερη υποκριτική στόφα στάθηκαν, άλλοι περισσότερο και άλλοι ολιγότερο, επάξια στις απαιτήσεις των ρόλων τους. Ο Κωνσταντινος Αβαρικιώτης προσπάθησε φιλότιμα να πλάσει έναν queer Διόνυσο, η Μαριάννα Δημητρίου 'έντυσε' με υπερβολικό στόμφο τον Τειρεσία, η Αλεξία Καλτσίκη απέδωσε το ρόλο της Αγαύης με τεράστια απόσταση από τις υποκριτικές της δυνατότητες, ο Θέμης Πάνου (Κάδμος) προσπάθησε να κρατήσει μια σταθερή ερμηνευτική ισορροπία και ο Αργύρης Πανταζάρας (Πενθέας) έμεινε πολύ σχηματικός και μονοσήμαντος μέσα στο κοστούμι του ξιφομάχου, όπως επίσης δεν μπόρεσε να ξεδιπλώσει με επάρκεια το ξύπνημα της θηλυκής του φύσης, όταν μεταμφιέζεται σε βάκχη.