Κριτική: Είδαμε τις «Ικέτιδες» σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη
Από τη Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.
Η αγαστή συνεργασία δύο θεάτρων: του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν και του Θεάτρου του Νέου Κόσμου δίνει την ευκαιρία να παρουσιαστούν οι "Ικέτιδες" του Αισχύλου, μιας πολύ ιδιαίτερης και πολύ σπάνια παιζόμενης τραγωδίας. Οι "Ικέτιδες" είναι το πρώτο μέρος και η μόνη σωζόμενη τραγωδία από την τετραλογία "Δαναίδες", ακολουθούν οι "Αιγύπτιοι" και οι "Δαναίδες" και η τετραλογια κλείνει με το σατυρικό δράμα "Αμυμώνη". Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι η τετραλογία γράφτηκε γύρω στο 490 π.χ. λόγω του ύφους του Χορού, ο οποίος κυριαρχεί στο έργο και αποδίδει όλα τα λυρικά και διαλογικά μέρη ως ένα πρόσωπο. Αργότερα όμως αυτή η εκδοχή ανατρέπεται από ένα κομμάτι παπύρου, το οποίο φέρει στο φως ότι η τετραλογία παρουσιάστηκε περίπου το 465 π.χ.
Οι "Ικέτιδες", σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, παρουσιάστηκαν πρώτη φορά στις Δελφικές Γιορτές, το 1930, που διοργάνωσαν ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ. Εφέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από το ανέβασμα της τραγωδίας (25 Ιουλίου 1964), για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη. Ακολουθεί καιι πάλι το ανέβασμά της από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, το 1977, σε μετάφραση Κ.Χ.Μύρη και σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου. Το 1978, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος την ανεβάζει στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη και σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, ενώ το 1994, παρουσιάζεται υπό μορφή Αναλογίου από την ομάδα "Δεσμοί" της Ασπασίας Παπαθανασίου.
Η τριλογία των "Δαναίδων" αναφέρεται στη μυθολογική απαρχή τόπων (Ευρώπη, Βόσπορος, Λιβύη, Αίγυπτος) λαών και των πρώτων Ελλήνων. Η δραματουργική αφήγηση του έργου αναπτύσσεται σε μια τριλογία, από την οποία εκτός του ολόκληρου πρώτου μέρους, σπαράγματα του δευτέρου και του τρίτου μέρους, μας βοηθούν να κατανοήσουμε την υπόθεση. Μέσα από μετακινήσεις προσφύγων, πολέμων, μαχητικών γυναικών, βίαιων γάμων, συζυγοκτονιών και τελικά με την παρακοή στην πατρική εντολή εξαιτίας ενός έρωτα - η Υπερμνήστρα δεν δολοφονεί τον Αιγύπτιο σύζυγό της, Λυγκέα- δημιουργείται ένα νέο ξεκίνημα, στο οποίο η Υπερμνήστρα καταγράφεται ως γενάρχης σειράς βασιλέων του Άργους και του Ηρακλή.
Στις 'Ικέτιδες", οι πενήντα κόρες του Δαναού μαζί με τον πατέρα τους εγκαταλείπουν κρυφά την πατρίδα τους, την Αίγυπτο, για να αποφύγουν έναν ανόσιο, αθέλητο και βίαιο γάμο με τα πενήντα ξαδέρφια τους, γιούς του Αιγύπτου, αδερφού του πατέρα τους. Καταφεύγουν στο Άργος, στη προγονική τους γη καθώς είναι απόγονοι της Ιούς (κόρη του Ίναχου παλιού βασιλιά του Άργους), η οποία μεταμορφωμένη σε αγελάδα από την Ήρα, λόγω ζήλιας , και κυνηγημένη από τον Οίστρο, αλαφιασμένη φτάνει στις αρχές του Νείλου, στην Αίγυπτο. Στο Άργος οι Δαναίδες προσπέφτουν ικέτιδες στον βασιλιά του τόπου , τον Πελασγό, για να τις προσφέρει άσυλο και προστασία από τους Αιγυπτίους που τις καταδιώκουν. Ο Πελασγός, σεβόμενος τον Ξένιο Δία και μετά τη σύμφωνο γνώμη του λαού του, προστατεύει τις Ικέτιδες αψηφώντας τον κίνδυνο να εμπλακεί σε πόλεμο με τους Αιγυπτίους . Ο κήρυκας των Αιγυπτίων εμφανίζεται απαιτώντας με βίαιο τρόπο να τον ακολουθήσουν οι Δαναίδες, σαν να πρόκειται για 'σκλάβες'. Ο Πελασγός επεμβαίνει και τις σώζει προς το παρόν.
Οι "Ικέτιδες" είναι ένα έργο ποιητικό και βαθιά πολιτικό. Ουσιαστικά, πίσω από το αχρονικό Άργος, διαφαίνεται μια Αθήνα σύγχρονη του Αισχύλου. Η μετάβαση της παλιάς μορφής οργάνωσης της κοινωνίας (ενδογαμία) στην επιβολή της εξωγαμίας φέρει στοιχεία της μετέπειτα εμφάνισης και ανάπτυξης θεσμών της Πόλης-Κράτους των Αθηνών. Με αυτόν τον τρόπο, ο Αισχύλος εξυμνεί το δημοκρατικό πνεύμα, την ελεύθερη βούληση, την επιβουλή του νόμου, την εφαρμογή συλλογικών αποφάσεων κα καυτηριάζει την ταύτιση της δύναμης με τη βία και της βίας με το άδικο.
Το ανέβασμα των "Ικέτιδων" είναι ένα δύσκολο εγχείρημα λόγω της φύσης του έργου, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Χορός. Η Μαριάννα Κάλμπαρη, Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει και να γνωρίσει στις νεότερες γενιές αυτό το σημαντικό και τόσο δύσκολο έργο. Επιθυμεί να δημιουργήσει ένα μεγαλόπνοο θέαμα στο Θέατρο της Επιδαύρου μένοντας συνεπής στον αριθμό των πενήντα γυναικών που απαρτίζουν τον Χορό και ταυτόχρονα να εμπλουτίσει την παράσταση με την εντυπωσιακή εμφάνιση της Μαρίνας Σάττι, ως σολίστ. Στον πολυπληθή Χορό συμμετέχουν σπουδάστριες της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης, οι χορωδοί από το γυναικείο σχήμα Chores και κοπέλες της χορευτικής-ακροβατικής ομάδας "Κι όμως κινείται". Μια σύλληψη, καλών προθέσεων, η οποία, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει.
Η Κάλμπαρη επεμβαίνει δυναμικά στον δραματουργικό ιστό του έργου με θετικά και ολιγότερο πρόσφορα αποτελέσματα. Επεξεργάζεται τη μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη για να γίνει πιο εύληπτη η γλώσσα του στους θεατές. Επιλέγει δύο Δαναίδες, την Αμυμώνη και την Υπερμνήστρα, για να επωμιστούν όλο το βάρος του διαλογικού μέρους του Χορού. Αφενός ακούγεται καθαρά το κείμενο αλλά αφετέρου παροπλίζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Χορού και ουσιαστικά καταδικάζεται σε ένα διακοσμητικό ρόλο. Τα άτομα του Χορού δημιουργούν απλοϊκούς σχηματισμούς και περιφέρονται στην Αργολική ορχήστρα, ακολουθώντας την ανέμπνευστη χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή, χωρίς καμία κατάλληλη μουσική υποστήριξη. Η ίδια η χορογράφος, ως κερασφόρος Ιώ, παραμένει, με ευφάνταστη κίνηση στην ορχήστρα, σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, υπενθυμίζοντας την καταγωγή των Δαναίδων. Επίσης η Κάλμπαρη, στο κείμενο του Αιγύπτιου Κήρυκα ενσωματώνει το ποίημα "Ίαμβος κατά των γυναικών" του Σιμωνίδη του Αμοργίνου (7ος αιώνας π.χ.). Ένα ποίημα καθαρά προσβλητικό και υποτιμητικό για τη γυναίκα, το οποίο ενισχύει, μεν, τις βαθιές ρίζες της πατριαρχίας και χαρακτηρίζει την ταπεινωτική θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής, χωρίς όμως να προσθέτει κάτι το ιδιαίτερο στη δραματουργία και κυρίως αφήνοντας μια κακή εντύπωση για τον Αισχύλο, για όσους δεν γνωρίζουν ότι δεν το έχει γράψει ο μεγάλος τραγωδός. Τέλος η εμφάνιση της Μαρίνας Σάττι ως σολίστ, με την εκπληκτική της φωνή, ερμηνεύει τόσο τον ύμνο στην θεά Άρτεμη με μια κίτρινη τουαλέτα όσο και τον ύμνο στη θεά Αφροδίτη με μια εντυπωσιακή κατακόκκινη τουαλέτα , παραμένοντας ένα ξένο σώμα στον δραματουργικό κορμό του έργου.
Τα λευκά κοντά φορέματα σε γραμμή άλφα της Χριστίνας Κάλμπαρη τονίζουν μεν την παρθενία των γυναικών αλλά παραμένουν έξω από το πνεύμα της προσφυγικής κακουχίας, όπως άλλωστε και το ατσαλάκωτο κοστούμι του Δαναού, με κατάλευκο παντελόνι και βαθύ μπλε μακρύ σακάκι. Επίσης τελείως ανεξήγητος παραμένει ο λόγος που το κοστούμι του Πελασγού παραπέμπει σε κιμονό. Το απλοϊκό σκηνικό της ίδιας, μια σιδερένια κατασκευή με συρματόπλεγμα στην κορυφή σηματοδοτεί ένα σύγχρονο hot spot ή μια μορφή φυλακής, στημένο στην 'πλάτη' της ορχήστρας. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου λειτουργουν θετικά, ενώ ο Χαράλαμπος Γωγιός συνθέτει μια τελείως υποτονική μουσική.
Η στιβαρή ερμηνεία της κορυφαίας Ελληνίδας τραγωδού, Λυδίας Κονιόρδου στο ρόλο του Πελασγού, αν και μ´έναν αέρα παλιάς υποκριτικής τέχνης, προσδίδει κύρος στην παράσταση. Η Κονιόρδου, με θαυμάσια εκφορά του λόγου, αναδεικνύει το βαθύ νόημα του αρχαίου κειμένου και με καθαρά γεωμετρικές κινήσεις αγκαλιάζει όλο το κοίλον του θεάτρου. Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Αμυμώνη, και η Λένα Παπαληγούρα ως Υπερμνήστρα, αποκαλύπτουν εξαιρετικές υποκριτικές ποιότητες υπηρετώντας πιστά το τραγικό υπόβαθρο των ρόλων τους. Ο Άκης Σακελλαρίου συνεπής στο ρόλο του Δαναού και ο Γιάννης Τσορτέκης ως Αιγύπτιος Κήρυκας παραμένει πιστός στη macho περσόνα, που έχει δημιουργήσει.