Κριτική: Είδαμε τον «Ηρακλή Μαινόμενο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

iraklis-mainomenos
ΠΕΜΠΤΗ, 19 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024

Από τη Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.

Ο "Ηρακλής Μαινόμενος" του Ευριπίδη είναι μια συναρπαστική τραγωδία με αγωνιώδη εξέλιξη, συνεχείς ανατροπές, πολλούς συμβολισμούς, σκοτεινή, ιδιαίτερα σκληρή και σπανίως παιζόμενη. Στο έργο απογυμνώνεται η 'δόξα' των θεών, τους οποίους κυβερνούν ανθρώπινα πάθη, καταγγέλονται τα αλαζονικά τυραννικά καθεστώτα, τα οποία εκμεταλλεύονται πολιτικές ταραχές για να αναρριχηθούν στην εξουσία και εξυμνεί τη φιλία, την αλληλεγγύη και το σθένος των θνητών για να υπομένουν τα ανθρώπινα δεινά.

Ο Ηρακλής φέρνει εις πέρας και τον δωδέκατο άθλο του, οδηγώντας τον Κέρβερο στον Άνω Κόσμο και επιστρέφει στη Θήβα. Εκεί βρίσκει στον θρόνο τον αμείλικτο Λύκο, ο οποίος ετοιμάζεται να σκοτώσει τη γυναίκα του, Μεγάρα, τα τρία παιδιά του και τον πατέρα του, Αμφιτρύωνα. Ο Ηρακλής σκοτώνει τον Λύκο και σώζει τους δικούς του ανθρώπους. Ωστόσο η Ήρα, η οποία μισεί θανάσιμα τον Ηρακλή, καρπό της απιστίας του Δία με την Αλκμήνη, στέλνει τη Λύσσα να σαλέψει τα λογικά του Ηρακλή. Αυτός, κυριευμένος από θηριώδη μανία, σκοτώνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, πιστεύοντας ότι σκοτώνει τους εχθρούς του. Όταν συνειδητοποιεί την ανόσια πράξη του, θέλει  να αυτοκτονήσει. Τότε εμφανίζεται ο Θησέας, τον βοηθά και γίνεται το στήριγμά του. Έτσι ο Ηρακλής, ως έκπτωτος ημίθεος και ήρωας, περνά στη χορεία των θνητών για να δοκιμαστεί στον τελευταίο άθλο του: να υπομείνει το άχθος της ζωής του, γεμάτης με οδύνη και τύψεις.

Ο Ευριπίδης γράφει την τραγωδία το 424π.χ., η οποία παρουσιάζεται 8 χρόνια μετά, το 416π.χ. Αυτό το οποίο πλανάται στην ατμόσφαιρα και αντιλαμβάνεται ο Ευριπίδης στο χρόνο συγγραφής της τραγωδίας, γίνεται πλέον βεβαιότητα όταν ανεβαίνει το έργο, μέσα σε έναν μακροχρόνιο και εξοντωτικο εμφύλιο πόλεμο. Η Αθηναϊκή δημοκρατία έχει κλονιστεί προ πολλού, η διακυβέρνηση περνά σε μη ικανά άτομα και η Αθήνα διαπράττει τραγικά λάθη και ακρότητες, παρασυρμένη από την αλαζονεία της εξουσίας. Μέσα στην τραγωδία συμβολίζονται πρόσωπα και καταστάσεις με ευφυή τρόπο. Στο πρόσωπο του Λύκου, ο κάθε σφετεριστής τύραννος, στο πρόσωπο του 'αποκαθηλωμένου' Ηραλκή, η Αθήνα, η όποια εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία αλλά τώρα πλέον  εκπίπτει διαρκώς σε ήθος και δύναμη και στο πρόσωπο του επιστήθιου φίλου Θησέα, ο οποίος εδώ εκτελεί χρέη 'από μηχανής Θεού ', δημιουργός της πόλης των Αθηνών, συμβολίζει τις σταθερές αξίες, απαραίτητες για να επανακάμψει το αθηναϊκό μεγαλείο.

Ο μεγάλος τραγικός επεμβαίνει με περίσσια τέχνη και τεχνική στην αμφίσημη μυθική μορφή του Ηρακλή και σμιλεύει τον δικό του Ηρακλή με χαρακτηριστικά στοιχεία από την αναπόδραστη μοίρα του Προμηθέα, του Οιδίποδα και του Αίαντα. Ο ημίθεος και τρανός  ήρωας Ηρακλής, ο οποίος υπερβαίνει το ανθρώπινο μέτρο,  εξοντώνει θηρία και τέρατα εξημερώνοντας τον κόσμο και προάγοντας τον πολιτισμό δεν έχει καλύτερη τύχη από τον Προμηθέα που βοήθησε στην πρόοδο των ανθρώπων, ούτε από τον Οιδίποδα που σκότωσε τον πατέρα του χωρίς να το θέλει , ούτε και από τον Αίαντα, τον νου του οποίου συσκότισε η Αθηνά και τον ντρόπιασε στο στράτευμα, σκοτώνοντας πρόβατα. Ο Ηρακλής του Ευριπίδη επιστέφει από τον Κάτω Κόσμο στον Άνω Κόσμο, από το σκοτάδι στο φως για να καταδυθεί, ως θύμα και θύτης, στον Άδη της ψυχικής του ενδοχώρας.

Ο Δημήτρης Καραντζάς, με οδηγό την πολύ λειτουργική μετάφραση της Μαίρης Γιόση, μελετά σε βάθος το κείμενο. Σκηνοθετεί το έργο με χαμηλούς  τόνους, με τρόπο λιτό και συγκρατημένο, μέσα σε μια πένθιμη, σκοτεινή και υποβλητική ατμόσφαιρα. που εγκυμονεί κινδύνους και ανατροπές. Εστιάζει στις ψυχολογικές μεταπτώσεις των τραγικών προσώπων και αναδεικνύει τον 'εξανθρωπισμό' του Ηρακλή. Στο όλο εγχείρημα έχει ικανούς συνεργάτες, οι οποίοι στηρίζουν τη σκηνοθετική του προσέγγιση.

Ο Φώτης Σιώτης δημιουργεί, επί σκηνής, μια μίξη σύγχρονων μουσικών ήχων με παραδοσιακά ακούσματα που συνοδεύουν τις ψυχολογικές διαδρομές των ηρώων και του Χορού. Ο σχεδιασμός της κίνησης από τον Τάσο Καραχάλιο συνδιάζει την στατικότητα της ικεσίας με τις διάφορες εκφάνσεις του Χορού. Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη ένα μαύρο κουτί με διαφανή τοιχώματα και τα πένθιμα σύγχρονα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη (ιδιαίτερα εντυπωσιακά τα κοστούμια της Ίριδας και της Λύσσας) επιτείνουν  τη σκοτεινιά του έργου και το κακό που κυοφορείται. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη αποκαλύπτουν τα τεκταινόμενα μέσα στο κλειστό σκηνικό, είναι απλοί και πολύ λειτουργικοί για τις ανάγκες της περιοδείας.

Η Στεφανία Γουλιώτη υποδύεται τη Μεγάρα με βαθιά εσωτερικότητα και εξαιρετικά τραγικές ποιότητες. Ο Γιώργος Γάλλος, συγκινητικός και ανθρώπινος, στο ρόλο του Αμφιτρύωνα, αποκαλύπτει έναν αδύναμο γέροντα, ανυπεράσπιστο στα γηρατειά και στη μοναξιά. Ο Λύκος του Αινεία Τσαμάτη επιφανειακός καθώς και ο Θησέας του Νίκου Μήλια χωρίς κάποια εμβάθυνση στο ρόλο. Η Ηρώ Μπέζου, ως Ίρις , σκληρή και αποτελεσματική ελεγκτής του δόλιου σχεδίου της Ήρας. Ενώ η Άννα Καλαϊτζίδου, στο ρόλο της Λύσσας, συνδιάζει επιτυχημένα την ευαισθησία με την απαιτούμενη σκληράδα για την εκτέλεση της εντολής της Ήρας. Ο Ηρακλής του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, διαθέτει το σκηνικό εκτόπισμα, είναι κάπως σχηματικός στην αρχή ενώ μετά τη μιαρή πράξη της συζυγοκτονίας και της παιδοκτονίας μαλακώνει αναπτύσσοντας ένα κρεσέντο φρίκης και συντριβής. Ο πενταμελής Χορός των Γιάννη Κλίνη, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπη Γαλιατσάτος, Θανάση Ραφτόπουλο, Αντώνη Αντωνόπουλο αποτελεί  μια δεμένη ομάδα, η οποία φέρνει εις πέρας με συνέπεια αυτό που της ζητήθηκε.

ΣΗΜΕΊΩΣΗ

Ο "Ηρακλής Μαινόμενος" παρουσιάζεται για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο, στην Επίδαυρο, το 1960, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη (Ηρακλής, ο Θάνος Κωτσόπουλος). Τον Ιούλιο του 2000 ανεβαίνει από το Θέατρο Άττις, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου στη Μέριδα της Ισπανίας (Ηρακλής, ο Διονύσης Ακτύπης) και τον Αύγουστο του ίδιου έτους παρουσιάζεται στην Επίδαυρο. Το ΚΘΒΕ παρουσιάζει το έργο "Ηρακλής",  έναν συνδιασμό των έργων "Ηρακλής Μαινόμενος" και "Ηρακλείδες", σε σκηνοθεσία Αντρέι Σερμπάν και μετάφραση Μαίρης Γιόση ( Ηρακλής ο Στέφανος Κυριακίδης), στο Θέατρο Δάσους και μετά στην Επίδαυρο. Τέλος το 2011, ανεβαίνει και πάλι από το Εθνικό θέατρο, στην Επίδαυρο  σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού με Ηρακλή τον Μηνά Χατζησάββα.