Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Outro»

outro
ΤΕΤΑΡΤΗ, 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2024

Από την Σμαρώ Κώτσια, Θεατρολόγο - Κριτικό Θεάτρου.

Ο Ζακ-Λικ Λαγκάρς (1957 - 1995) έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή και γίνεται γνωστός μετά θάνατον. Το  θεατρικό  του  έργο  «Ακριβώς  μέχρι  το  τέλος  του  κόσμου» (1990) θεωρείται αριστούργημα από πολλούς. Ο Ξαβιέ Ντολάν το μετέφερε στον κινηματογράφο αποσπώντας δύο Βραβεία Σεζάρ (σκηνοθεσίας και μοντάζ), το 2017.

Ο Κωνσταντίνος Βασιλακόπουλος, ένας πολλά υποσχόμενος νέος σκηνοθέτης με σπουδές στην Πρωτοποριακή Ακαδημία Θεάτρου και Χορού στο Άμστερνταμ και με 'θητεία' δίπλα στον Ivo van Hove επιστρέψει στην Ελλάδα και παρουσιάζει το "Outro", το πρώτο επαγγελματικό του εγχείρημα, στο θέατρο Πλύφα. Ο Βασιλακόπουλος διασκευάζει το θεατρικό έργο του Λαγκάρς "Ακριβώς μέχρι το τέλος του κόσμου" , μεταφέρει τη δράση του σε κάποια επαρχική πόλη , κάπου στην Ελλάδα αφήνοντας στο έργο -όπως άλλωστε κάνει και ο Λαγκάρς- ένα ισχυρό αυτοβιογραφικό αποτύπωμα. Ο δραματουργός και σκηνοθέτης τιτλοφορεί το έργο, "Outro", μια λέξη που σημαίνει επίλογος, έξοδος. Ένας τίτλος που υπαινίσσεται τον  επίλογο που σφραγίζει μια επώδυνη εφηβεία, τον απόηχο μιας κλειστής επαρχιακής κοινωνίας και την άκαμπτη και καταπιεστική  συμπεριφορά της οικογένειας, το τέλος που κόβει τον ομφάλιο λώρο με τον γενέθλιο τόπο και την οικογένεια, την έξοδο προς το αύριο χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, με κλεισμένους λογαριασμούς, το coming out του καλλιτέχνη ή και ακόμα την 'έξοδο' του σκηνοθέτη στο χώρο του θεάτρου  με τα γνωστικά του εργαλεία και τις μνήμες του.

Το έργο αρχίζει με την παραβολή του Ασώτου. Δυστυχώς όμως με την επιστροφή του Λουκά, επιτυχημένου συγγραφέα, στη γενέθλια πόλη και στην οικογένειά του, μετά από πολλά χρόνια απουσίας, δεν σφάζεται 'ο μόσχος ο σιτευτός'. Αναμοχλεύονται παλιές εντάσεις και διαμάχες και γεννιούνται καινούργιες, ανασύρονται μνήμες, πληγές του παρελθόντος ανοίγουν. Ουσιαστικά. 'σφάζεται" ψυχικά ο ίδιος ο Λουκάς, πληγώνεται βαθιά με την αντίδραση των δικών του ανθρώπων, οι οποίοι ζούνε για την κοινωνική αποδοχή και όχι για την αγάπη. Αποζητά συμφιλίωση, αγάπη και αποδοχή από την οικογένειά του ομολογώντας ότι είναι ομοφυλόφιλος και εισπράττει την ίδια απορριπτική  συμπεριφορά που είχε νιώσει και πριν χρόνια, όταν υποψιάζονταν τη 'διαφορετικότητά' του. Κάθε μέλος της οικογένειας 'θωρακίζεται' με τον δικό του τρόπο απέναντι στον 'άσωτο ξένο'. Ο αδελφός του σκληρός, αμείλικτος, εριστικός ξεσπά με οργή και θυμό εναντίον του, επειδή τους εγκατέλειψε τόσα χρόνια, η αδελφή του συμπεριφέρεται με ανάμεικτα συναισθήματα, η γυναίκα του αδελφού του, την οποία τώρα γνωρίζει, προσπαθεί να κρατήσει κάποια ισορροπία μεταξύ των αδελφών και τέλος η μητέρα του, πιθανόν στα πρόθυρα άνοιας, δείχνει κάποια τρυφερότητα ανάμεικτη με φόβο και πικρία μπερδεύοντας το τώρα με το τότε.

 Ο Βασιλακόπουλος καταθέτει μια πολύ σημαντική σκηνοθεσία. Η σκηνοθετική του προσέγγιση απογειώνει το έργο αποδεσμεύοντάς το από έναν στεγνό ρεαλισμό και ταυτόχρονα το απελευθερώνει από το κοινότοπο μελόδραμα. Η σκηνοθετική του ματιά συνθέτει παράλληλα πολυπρισματικά σύμπαντα. Το διάφανο, πολύ λειτουργικό και πρωτότυπο σκηνικό των Geurt Holdijk και  House of Architects, το οποίο αναπαριστά το εσωτερικό μιας κατοικίας (κουζίνα, δωμάτια....) τοποθετημένο στη μέση έχοντας εκατέρωθεν τους θεατές, ο φωτιστικός σχεδιασμός του  Βασίλη Αποστολάτου καθώς  και η μαγική μείξη θεάτρου και κινηματογράφου (κάμερα στο χέρι από  τον Στέλιο Παπαδέρλη) επιτρέπουν το βλέμμα του θεατή, ελεύθερο, να περιπλανηθεί εξερευνώντας, ταυτόχρονα, τα τεκταινόμενα επί σκηνής και  οθόνης και να διεισδύσει 'κλεφτά' στους εσωτερικούς χώρους του σπιτιού και στον ψυχισμό των ηρώων. Κάποιες φορές το 'τώρα' με την αλλαγή του φωτισμού και της μουσικής (Μιχάλης Παρασκάκης) σταματά και μετεξελίσσεται σε σκηνικές δράσεις που αποτυπώνουν ενδόμυχες σκέψεις και επιθυμίες των ηρώων, οι οποίες, την ίδια στιγμή, μετουσιώνονται σε κινηματογράφο. Μια ευρηματική σκηνοθεσία, την οποία, σίγουρα, θα είχε αναδείξει, σκόμα περισσότερο, μια πιο σφικτή δραματουργία αποφεύγοντας κάποιες άσκοπες επαναλήψεις.

Ο Γιώργος Καραμίχος με σθένος ψυχής και εσωτερικότητα αγκαλιάζει το ρόλο του Λουκά, ξεδιπλώνοντας τις ψυχικές διακύμανσεις του ήρωα. Η Γιώτα Φέστα ενσαρκώνει με πειθώ, ευαισθησία και γλυκύτητα τη μητέρα, η οποία βρίσκεται μέσα σε μια δίνη ανάμεικτων συναισθημάτων που την πονούν και την βασανίζουν. Ο Σταύρος Λιλικάκης (αδελφός), η Ιφιγένεια Βαρελάκη (αδελφή) και η Αμαλία Μπαμπλέκη (νύφη) υποστηρίζουν με θέρμη τους ρόλους τους.