Κριτική: Είδαμε την παράσταση «Βρέχει στη Βαρκελώνη»
Σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Κάποιοι θα το πουν βαρετό. Κάποιοι θα το βρουν άνευρο. Κάποιοι θα θίξουν την έλλειψη πρωτοτυπίας. Όλοι αυτοί όμως θα έχουν χάσει την υπόκωφη μαγεία του κειμένου πρώτα από όλα κι ύστερα της μεταφοράς του στη σκηνή. Ο λόγος για την παράσταση «Βρέχει στη Βαρκελώνη», του Πουά Μιρό, που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
Τρυφερό και συγκλονιστικό μέσα στην απλότητά του το έργο μας βάζει στη ζωή της Λάλι, μία σεξεργάτρια την οποία υποδύεται η Δήμητρα Ματσούκα. Η Λάλι ζει μαζί με τον σύντροφο και προαγωγό της, τον οποίο υποδύεται ο Ανδρέας Κοντόπουλος. Οι δυο τους ζουν μαζί σε ένα ημιυπόγειο, όπου η Λάλι δέχεται τους πελάτες της. Η σχέση τους είναι περίεργη, με πολλές αποχρώσεις γύρω από τον βασικό πυρήνα της γυναικείας εκμετάλλευσης. Πάνω από όλα όμως είναι φτωχοί.
Αντίστοιχα πολλές είναι οι αποχρώσεις της ίδιας της Λάλι, περιποιητική, σέξι αλλά και με μια επιθυμία για πνευματική καλλιέργεια, ευαίσθητη, με όνειρο να ζήσει μια απλή ζωή, έστω και ως ταμίας σε σούπερ μάρκετ. Η ιδέα αυτή της διεκδίκησης μιας νέας ζωής της μπαίνει καθώς αναπτύσσει μια ιδιότυπη σχέση με ένα από τους πελάτες της, τον οποίο υποδύεται ο Κώστας Καζανάς. Η σχέση αυτή την μπάζει στον κόσμο της λογοτεχνίας και της ποίησης, αρχικά μέσα από τα σοκολατάκια που της φέρνει με φράσεις μεγάλων συγγραφέων, έπειτα με ένα βιβλίο που της χαρίζει από το βιβλιοπωλείο του.
«Βρέχει στη Βαρκελώνη» στο Θέατρο Τέχνης με τον Βαγγέλη ΘεωδορόπουλοΔείτε ακόμα
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος προσεγγίζει αυτή την πικρή αλλά βαθιά ανθρώπινη ιστορία προσεκτικά και με ευαισθησία. Αφήνει την βραδυφλεγή εξέλιξη της ιστορίας (κι ας στοιχίζει τη ζωηρότητα της θεατρικής δράσης), τονίζει την μοναξιά των ηρώων και επικεντρώνεται στην ψυχοσύνθεση της Λάλι αναδεικνύοντας τα διλήμματα και τα όνειρα μιας φτωχής γυναίκας σε μια κοινωνία που την εκμεταλλεύεται ακόμα και στην μεγάλη της στιγμή της ελευθερίας. Λίγο η φτώχεια και λίγο η πατριαρχία την καταδικάζουν να είναι σταθερά αντικείμενο εκμετάλλευσης. Είπαμε άλλωστε ήλιος με δόντια.
Στις αδυναμίες του έργου είναι μια δυσαρμονία στον ρυθμό, η οποία δεν βελτιώνεται με την Δήμητρα Ματσούκα να περιφέρεται και να αλλάζει συνεχώς ρούχα πάνω στη σκηνή- κάτι που αποδεικνύεται κουραστικό στο μάτι ενώ παράλληλα διογκώνει τις παύσεις. Πάντως με την εξέλιξη της ιστορίας αυτοί οι «κόμποι» λύνονται.
Επίσης αν και το σκηνικό του Αντώνη Δαγκλίδη ήταν απόλυτα ταιριαστό με το έργο, υπήρχε μια αισθητική αναντιστοιχία στη σκηνή ανάμεσα στο δωμάτιο και την οθόνη που βλέπαμε ως θεά από το παράθυρο.
Υπέροχη η Δήμητρα Ματσούκα στον ρόλο της Λάλι. Ακολούθησε την ηρωίδα της στις εναλλαγές της συμπεριφοράς της, μας έκανε να την αισθανθούμε και μας συγκίνησε. Ούτε ίχνος υπερβολής ή χυδαιότητας, παρέδωσε μια ηρωίδα την οποία προσέγγισε με γνήσια ευαισθησία. Τη Λάλι της την σκέφτεσαι κι αναρωτιέσαι «να κατάφερε άραγε να είναι ευτυχισμένη;»
Λιγότερη σαφώς συμπάθεια προκαλείται για τον ήρωα του Ανδρέα Κοντόπουλου, ο οποίος μας συστήνει μια προσωπικότητα με δύο όψεις, πότε συντροφικός και πότε κακοποιητικός. Απλός, ήρεμος και υποτονικός, όπως απαιτεί ο ρόλος, επί σκηνής, δεν ουρλιάζει για να πείσει.
Πιο ζωηρός, γλυκός και εύγλωττος επί σκηνής ο Κώστας Καζανάς παρουσιάζει ένα ήρωα που φέρνει την ελπίδα. Κι ας προδίδει.