Κριτική θεάτρου:«Ο πουπουλένιος»
H Ελένη Πετάση γράφει κριτική για το έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα «Ο πουπουλένιος» που παρουσιάζεται στο θέατρο Αθηνών. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης πρωταγωνιστεί και σκηνοθετεί την παράσταση.
Τα παραμύθια δεν είναι πάντα αθώα. Στα περισσότερα, ο σκοταδισμός, η βία, η μαγεία, ο θάνατος, ακόμα και το σεξ αποτυπώνονται ανάγλυφα. Στις δημοφιλείς ιστορίες του Κρίστιαν Αντερσον, για παράδειγμα, η παιδικότητα είναι συχνά συνδεδεμένη με το θάνατο («Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» κ.ά.), ενώ εκείνες των αδελφών Γκριμ πλημμυρίζουν από ζοφερά γεγονότα. Μια έρευνα στη Μεγάλη Βρετανία έδειξε ότι το 1/3 των γονιών αρνήθηκαν να διαβάσουν στα παιδιά τους την «Κοκκινοσκουφίτσα», γιατί τριγυρίζει μόνη της στο δάσος και μαζί με τη γιαγιά της καταλήγει στην κοιλιά του λύκου. Από την άλλη, η «Ωραία κοιμωμένη» βιάζεται από έναν παντρεμένο μονάρχη. Στο τέλος βέβαια η πριγκίπισσα παντρεύεται τον ασεβή βασιλιά και... «ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».
Κάτι ανάλογο, δυστυχώς, δεν συμβαίνει στα μακάβρια παραμύθια που γράφει ο ήρωας του Μάρτιν ΜακΝτόνα, καθώς πίσω από κάθε τους λέξη παραμονεύει η κακοποίηση, ακόμα και η δολοφονία τρυφερών πλασμάτων.
Ωστόσο όλα ανατρέπονται στη διαπίστωση ότι τόσο ο αλλοπαρμένος συγγραφέας όσο και ο νοητικά καθυστερημένος αδελφός του είναι μολυσμένοι από την τραυματική παιδική τους ηλικία. Ποιος είναι ένοχος πραγματικά; Σιγά σιγά η ζαλιστική αβεβαιότητα δίνει τη θέση της σε μια άγρια πραγματικότητα, ενώ θύτες και θύματα εξισώνονται αποκαλύπτοντας κοινές βίαιες εμπειρίες. Στο τέλος, ο Χατούριαν σκοτώνει τον αδελφό του και έπειτα ομολογεί την - έστω και έμμεση -εμπλοκή του στους άλλους φόνους με αντάλλαγμα τη διάσωση των ιστοριών του.
Στον «Πουπουλένιο» (βραβείο Olivier,2004), ο Ιρλανδός δραματουργός δεν πλησιάζει το θέμα του στο πλαίσιο μιας καθαρτικής αναγωγής στην ψυχολογία και τη φιλοσοφία, δεν προσπαθεί να επιβεβαιώσει τη θεωρία του Φρόιντ για την ανάγκη συμβολοποίησης συναισθημάτων μέσα από μύθους, δεν ηθικολογεί. Ούτε καν ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί τη λογοτεχνική σπουδαιότητα ενός έργου - όπως επισημαίνει ο ήρωάς του: «Δεν προσπαθώ να πω τίποτα απολύτως».
Η παραβολή του για τη φύση της βίας, που ακτινοβολεί επιείκεια και μαύρο χιούμορ και εμπεριέχει στοιχεία δραματικά, κωμικού παραλογισμού και αστυνομικής ίντριγκας, διαχειρίζεται πάνω απ’ όλα την επικίνδυνη δύναμη της αφήγησης και μάλιστα της θεατρικής. Αλλά και τη δύναμη της φαντασίας ως πρωταρχική αξία του καλλιτέχνη, τη ματαιοδοξία που τον ωθεί σε άβατους δρόμους με κάθε κόστος και την επιθυμία να ξαναγίνουμε παιδιά. Επηρεασμένος από τον Στάινμπεκ («Ανθρωποι και ποντίκια»), τον Κάφκα, ακόμα και τον Ντοστογιέφσκι («Εγκλημα και Τιμωρία»), ο ΜακΝτόνα δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες που καλούνται να κονταρομαχήσουν έντεχνα επί σκηνής. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης υπακούει σε τούτη την «εντολή», σκηνοθετώντας μια εύρυθμη ρεαλιστική παράσταση μέσα στο λιτό σκηνικό χώρο της Αθανασίας Σμαραγδή (ένσταση στα απλοϊκά ταμπλό βιβάν) και αναδεικνύοντας τις αντιθέσεις και τις κωμικές στιγμές του κειμένου που καθιστούν αμφίσημο οτιδήποτε αγγίζουν. Κυρίως όμως δίνει το προβάδισμα στην υποκριτική δεινότητα των ηθοποιών του.
Ο ίδιος επωμίζεται τον συγγραφέα Χατούριαν με επάρκεια - σκοντάφτει λίγο στις βαθύτερες αποχρώσεις του και σε μια μονότονη αφήγηση των παραμυθιών που παρεμβάλλονται συχνά, κάπως κουραστικά, στη δράση του έργου.
Το κλασικό ντουέτο καλού και κακού αστυνομικού τραβάει την προσοχή μας καθώς ο Νίκος Κουρής, ανέκφραστος σαν κοφτερή λεπίδα, απόμακρος αλλά και «δίκαιος», λειτουργεί αντιστικτικά με τον αρτηριοσκληρωτικό, πληθωρικό, αφελή και εν τέλει συναισθηματικό Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στον αβανταδόρικο ρόλο του διανοητικά καθυστερημένου χτίζει με υποδόριο χιούμορ μια απολαυστική περσόνα.
Ελένη Πετάση[email protected]