Κριτική θεάτρου: «Περιποιητής φυτών»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για τον «Περιποιητή φυτών» του Παύλου Μάτεσι που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου από το Εθνικό Θέατρο.
Όταν το 1989 ο «Περιποιητής φυτών» του Παύλου Μάτεσι ανέβηκε για πρώτη φορά στη Νέα Σκηνή του Εθνικού και σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, η κριτική το χαρακτήρισε «ελεγεία της αυταπάτης» (Βάιος Παγκουρέλης), ένα κείμενο που «η γλωσσική του δεινότητα έχει φτάσει στα όρια της έκρηξης, της ρήξης με το καθιερωμένο και σύνηθες θεατρικό ιδίωμα» (Κώστας Γεωργουσόπουλος). Τώρα και πάλι το Εθνικό Θέατρο, στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», παρουσιάζει το έργο του Μάτεσι αποτίνοντας τιμή σ’ αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα που άφησε την τελευταία του πνοή πριν από λίγους μήνες.
Μόνο που οι δραματουργικές επεμβάσεις του Έκτορα Λυγίζου παίρνουν αμφισβητήσιμες ελευθερίες. Αφενός κόβοντας μεγάλο μέρος του κειμένου (όπως το ιντερμέδιο του Αγγέλου, το ζευγάρι που «κατέρχεται μέσα στα κύματα της θάλασσας χορεύοντας βαλς» και άλλες υπερβατικές μορφές), αποδυναμώνοντας έτσι το φιλοσοφικό στοχασμό, την ποιητική αίσθηση και τον ιδιοφυή λόγο που το διαπνέει.
Έναν ιδιαίτερο λόγο εύφορο σε νεολογισμούς, δηλητηριώδη ευφυολογήματα, λεκτικά πυροτεχνήματα και σαρκαστική ειρωνεία. Και αφετέρου αλλάζοντας τις ιδιότητες των χαρακτήρων.
«Θεώρησα προβληματικό στοιχείο ότι πρόκειται για “ηθοποιούς” και ήθελα μάλλον να το σβήσω παρά να το τονίσω», υποστήριξε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του. Ωστόσο, αυτοί οι δύο αυτόκλητοι θεατρίνοι, με εμφανείς -και, το πιθανότερο, εσκεμμένες- ομοιότητες των Μπεκετικών Εστραγκόν και Βλαντιμίρ («Περιμένοντας τον Γκοντό»), που καταφεύγουν σε έναν ακαθόριστο ερημικό τόπο μπροστά στον αχανή ωκεανό, σχεδιάζοντας επί πενταετία την παράσταση της ζωής τους και περιμένοντας μάταια ένα ανύπαρκτο κοινό, αποτελούν τον πυρήνα της αλληγορίας του Μάτεσι.
Η ζωή ως «θέατρο» και το θέατρο ως τρόπος ζωής σχολιάζονται στο πρωτότυπο με τον πιο αιχμηρό τρόπο, ενώ το μεταφυσικό στοιχείο εισβάλλει επιθετικά σε κάθε πράξη.
Οι ήρωες (Γιώργος Συμεωνίδης, Δημήτρης Παπανικολάου), φυγάδες από την πραγματικότητα, μέσα απ’ αυτή την ατελείωτη πρόβα που κυοφορεί την άσφαιρη επιβεβαίωση, τη ματαιοδοξία και τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους, αποπειρώνται, σ’ ένα «μεταίχμιο ηλιοβασιλέματος», να ξορκίσουν το θάνατο που αναπόφευκτα περιμένει στη γωνία. Ο μοναδικός τους θεατής, μαθητής και εν τέλει εμψυχωτής τους (Μιχάλης Κίμωνας), είναι ο «περιποιητής φυτών» που θα ανατρέψει τις ισορροπίες τους.
Η παράσταση του Λυγίζου προσγειωμένη -επιπλέον- σε ένα αστικό περιβάλλον (ενδιαφέρον το αφαιρετικό σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη) εντοπίζεται στη μοναξιά της πόλης, στον προβληματισμό της γενιάς των 40 χρόνων, γλιστρώντας παντελώς έξω από το πνεύμα του Μάτεσι.
Δεν είναι μόνο που η δική του ανάγνωση ξενίζει -και άλλοι σκηνοθέτες μονομαχούν με τους δραματουργούς- αλλά και η προβληματική υλοποίησή της. Οι σωματικοί κώδικες που χρησιμοποιούν οι, κατά τα άλλα φιλότιμοι, ηθοποιοί δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον και το όλο εγχείρημα μοιάζει με ανολοκλήρωτο πείραμα.
Αν κάτι αξίζει την προσοχή μας είναι το πρόγραμμα της παράστασης (υπεύθυνη: Ράνια Τριβέλλα), ευφάνταστα σχεδιασμένο, ένα κολάζ εικόνων, σκέψεων και ουσιαστικών κειμένων για το συγγραφέα και το έργο του.
Ελένη Πετάσση - [email protected]