Κριτική θεάτρου: «Ground and floor»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Ground and floor» του Toshiki Okada που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών συνεχίζει να μας αιφνιδιάζει με την παρουσία ξένων ευφάνταστων καλλιτεχνών από τα τέσσερα σημεία της ναυτικής πυξίδας.
Πρόσφατα φιλοξένησε, για μία ακόμη φορά, έναν από τους πιο ανερχόμενους Ιάπωνες συγγραφείς και σκηνοθέτες, τον Toshiki Okada -πριν από δύο χρόνια είχαμε δει το δικό του «Hot Pepper, Air Conditioner and the Farewell Speech»-, ο οποίος ίδρυσε την ομάδα του Shelfistsch το 1997 και έκτοτε έχει περιπλανηθεί σε σημαντικά φεστιβάλ και θέατρα όλου του κόσμου (Festival d’ Automne στο Παρίσι, Kunsten Festival des Art στις Βρυξέλλες, σκηνές της Ασίας, της Αυστρίας, της Σιγκαπούρης κ.α.).
Το καινούργιο έργο του «Ground and Floor», έχοντας ως έναυσμα την τραγωδία της Φουκοσίμα και τις συνέπειές της στη σύγχρονη κοινωνία (όπως ο ίδιος δηλώνει), αντικατοπτρίζει τον προβληματισμό του για το -όχι και τόσο μακρινό- μέλλον της χώρας του.
Εδώ η Ιαπωνία απειλείται από την Κίνα, η γλώσσα της κινδυνεύει να εξαλειφθεί και να αντικατασταθεί από την αγγλική, οι μνήμες του παρελθόντος στοιχειώνουν τους κατοίκους της, οι ζωντανοί, με μοναδικό καταφύγιο τη συνομιλία τους με τις ψυχές των νεκρών, στρέφονται όλο και περισσότερο στον εαυτό τους, βιώνοντας με απάθεια το παρόν και αντιμετωπίζοντας με φόβο τις ανέλπιδες προοπτικές τους.
Είναι σίγουρα μια από τις πιο πεσιμιστικές δουλειές του Okada, στην οποία ωστόσο δεν λείπουν σπέρματα ειρωνείας και χιούμορ.
Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο όπου μία κοπέλα αρνείται να μάθει αγγλικά παρότι είναι απαραίτητο για να ανέλθει επαγγελματικά και παραπονείται ότι οι υπέρτιτλοι δεν συντονίζονται με το γρήγορο ρυθμό της ιαπωνικής γλώσσας.
Η έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς και στις διαφορετικές κουλτούρες είναι, εξάλλου, έκδηλη σ’ αυτή τη μινιμαλιστική παράσταση που δανείζεται στοιχεία από το Θέατρο Νο (εξ ου και ο υπότιτλος «Μουσικό θέατρο με εμφανίσεις φαντασμάτων») και δίνει έμφαση τόσο στην εξαιρετική μουσική των Sangatsu, των οποίων οι σεισμικές δονήσεις υπογραμμίζουν την απειλητική ατμόσφαιρα, όσο και στην ιδιαίτερη, ασταθή κινησιολογία της.
Πέντε χαρακτήρες, λοιπόν, κατοικούν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. «Οι νεκροί έχουν το δικαίωμα να αντιστέκονται στη λήθη» λέει ένας από αυτούς και πραγματικά σ’ όλη τη διάρκεια των δρώμενων το πνεύμα της νεκρής μάνας σκιάζει τους δύο γιους της και την έγκυο νύφη της.
Ο νεότερος συνομιλεί με το φάντασμά της πάνω από το συμβολικό της τάφο (ένα γυάλινο φωτεινό δίσκο αγκιστρωμένο στο ξύλινο πατάρι της σκηνής), αποκαλύπτοντας την ντροπή του γιατί υπήρξε για καιρό άνεργος και δηλώνοντας πως τώρα που επιτέλους έχει αποκαταστήσει την ανδρική του περηφάνια είναι διατεθειμένος, αν γίνει πόλεμος, να πάει εθελοντής.
Αντίθετα, ο μεγαλύτερος βυθίζεται στις ενοχές του, καθώς αργότερα μαθαίνουμε ότι δεν μπόρεσε να την εμποδίσει να αυτοκτονήσει.
Από την άλλη, η έγκυος γυναίκα, επιθυμώντας να αφήσει πίσω της όλες αυτές τις παραδοσιακές αγκιστρώσεις, αποφασίζει να φύγει μακριά μαζί με το παιδί της. Σε έναν καλύτερο τόπο αν υπάρχει... Ποιος ξέρει...
Το ενδιαφέρον στο κείμενο του σκηνοθέτη είναι ότι στο τέλος αφήνει ανοιχτό το πεδίο των επιλογών: εθνικισμός ή αδιαφορία, γλωσσική και κοινωνική απομόνωση ή οικειοθελής εξορία.
Ο θεατής μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία, να επιλέξει τα στοιχεία με τα οποία ταυτίζεται. Παρότι μας χωρίζει άβυσσος από την ιαπωνική κουλτούρα, δεν είναι λίγα τα σημεία που ανταποκρίνονται στις δικές μας αγωνίες και, αν θέλετε, σε οικουμενικές αγωνίες.
Με λόγο απλό, καλαίσθητους υπέρτιτλους που «παίζουν» ανάμεσα στην ιαπωνική και την αγγλική γλώσσα και λιτή εικαστική ματιά, ο Okada ξεδιπλώνει μέσα από έξι επεισόδια ένα τοπίο πολέμου, μοναξιάς, απόγνωσης, ανικανότητας, συμμόρφωσης άνευ όρων.
Αν μάλιστα η χορογραφία -στα πρότυπα του Νο- δεν ήταν τόσο αργή, η θραυσματική παράστασή του θα άφηνε το ίχνος της στις συνειδήσεις μας.
Και μια αχνή ελπίδα που μου θύμισε τα λόγια του Μπρεχτ:
«Πάντα προσπάθεια
Πάντα αποτυχία
Δεν πειράζει
Προσπάθησε ξανά
Απότυχε ξανά
Απότυχε καλύτερα».
Eλένη Πετάση - [email protected]