Κριτική θεάτρου: «Δείπνο με φίλους» και «Όλα για τη μητέρα μου»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για τις παραστάσεις «Δείπνο με φίλους» (σε σκηνοθεσία του Γρηγόρη Βαλτινού, θέατρο Ιλίσια) και «Όλα για τη μητέρα μου» (σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, θέατρο Ακροπόλ).
«Δείπνο για φίλους» του Ντόναλντ Μάργκιουλις
Βλέποντας το «Δείπνο με φίλους» (Πούλιτζερ 2000) διαπιστώνει κανείς την ευκολία με την οποία δίνονται τα βραβεία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πρόκειται για ένα απλώς συμπαθητικό έργο, που με μετρημένο χιούμορ (σίγουρα δεν είναι κωμωδία) αλλά και αρκετή ηθικολογία ανατέμνει τις συζυγικές σχέσεις θέτοντας ερωτήματα για τη φιλία, την πίστη και τη φθορά του χρόνου.
Στο επίκεντρο βρίσκονται δύο κλασικά παντρεμένα ζευγάρια, που πίσω από τη μάσκα της ανέφελης ζωής τους κατοικοεδρεύουν προβλέψιμες εκρηκτικές βόμβες.
Θα εκραγούν σταδιακά σε ένα αρχικά αθώο δείπνο με εμπνευσμένο σεφ τον οικοδεσπότη (Γρηγόρης Βαλτινός), που διατυμπανίζει τις εξαίσιες συνταγές του και τη συμβία του (Ρένια Λουιζίδου) η οποία στέκεται μέχρι τέλους «αγέρωχη» δίπλα του.
Αντίθετα, το ζευγάρι των καλεσμένων φίλων (Παύλος Χαϊκάλης - Μπέσυ Μάλφα) δεν θα αντέξει το συμβιβασμό και πρώτος ο σύζυγος θα επαναστατήσει ενάντια στη ρουτινιασμένη ζωή τους.
Το μικρόβιο της ζήλιας, οι προδοσίες του «κολλητού», η αμφιταλαντευόμενη εμπιστοσύνη, οι ανασφάλειες μιας μεγαλύτερης ηλικίας ξεδιπλώνονται μπροστά μας, χωρίς ωστόσο πια να εκπλήσσουν.
Συνηθισμένα πράγματα -τουλάχιστον για την εποχή μας- που σχέσεις και ηθικές αξίες έχουν καταρρεύσει προ πολλού.
Στην παράσταση του Γρηγόρη Βαλτινού ο ίδιος με τον Παύλο Χαϊκάλη προσφέρουν αρκετές απολαυστικές στιγμές. Η απατημένη Μπέσυ Μάλφα υπερασπίζεται θερμά το ρόλο της, ενώ η Ρένια Λουιζίδου φλερτάρει υπερβολικά με την υστερία.
Σκηνή από την παράσταση «Όλα για τη μητέρα μου»
Οι ταινίες του Πέδρο Αλμοδοβάρ -είτε αρέσουν είτε όχι- διαθέτουν μια δαιμόνια λάμψη καθώς δεν κρύβουν τις αναφορές τους στο χολιγουντιανό κινηματογράφο.
Στην περίπτωσή του ο μελοδραματισμός συμπλέκεται με εξωφρενικές εκκεντρικότητες, ενώ τα πρόσωπά του -τραβεστί, ομοφυλόφιλοι, ψυχοπαθείς και άνθρωποι του περιθωρίου γενικότερα- παρουσιάζουν μορφές ελευθεριότητας ως απόλυτα φυσιολογικές.
«Η πληθωρικότητα, το ετερόκλητο και το ετερογενές που συνιστούν το κιτς» κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα των έργων του που κατά βάση υμνούν την ψυχολογική ιδιαιτερότητα και υπαρξιακή αναζήτηση γυναικείων χαρακτήρων.
Στο «Ολα για τη μητέρα μου» (ο τίτλος είναι παράφραση της ταινίας του 1950 «Ολα για την Εύα») μια μάνα (Μαρίνα Ψάλτη) χάνει το μονάκριβο αγόρι της (Μιχάλης Λεβεντογιάννης) και προσπαθώντας να βρει τον πατέρα του ανακαλύπτει ότι τώρα έχει αλλάξει φύλο (Κώστας Κάππας), ενώ στην πορεία της εμπλέκονται μια έγκυος καλόγρια (Γωγώ Μπρέμου) με aids, μια πνευματώδης τραβεστί ιερόδουλος (Κατερίνα Λέχου) και μια νεαρή ναρκομανής ηθοποιός (Αννα Μονογιού) η οποία εκμεταλλεύεται τη λεσβία ντίβα ερωμένη της (Νένα Μεντή).
Η Μανουέλα, η Ούμα, η Μπλανς του «Λεωφορείον ο πόθος», η Ρόσα, η Αγράδο και ο Εστερμπαν-Λόλα με τους συναισθηματικούς τριγμούς, την αναπτυγμένη αίσθηση της μητρότητας, την αντίσταση, την εκζήτηση και την αμφιταλάντευσή τους συνθέτουν το σύμπαν του Ισπανού κινηματογραφιστή.
Πόσο όμως αυτή η τόσο προσωπική γραφή μπορεί να μεταφερθεί ακέραια στη θεατρική σκηνή; Το αποτέλεσμα στην παράσταση του «Ακροπόλ», που ανέβηκε σε διασκευή Samuel Adamson και σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, ήταν δυστυχώς ισχνό κι ας είχε ως στήριξη ένα καλό επιτελείο ηθοποιών (ξεχώρισαν η Γωγώ Μπρέμου και η Νένα Μεντή).
Μέσα σε ένα πρόχειρο σκηνικό χώρο (σκηνικά-κοστούμια Αναστασίας Αρσένη) η σκηνοθεσία κινήθηκε ανάμεσα σε μικρά γρήγορα και κυρίως ασαφή «πλάνα» και σ' ένα επαναληπτικό, βαρετό παιχνίδι «θεάτρου μέσα στο θέατρο» με θέμα το «Λεωφορείον ο πόθος».
Το κιτς ήταν επιθεωρησιακού επιπέδου, οι σκηνές ασύνδετες και η λάβα των άγριων συναισθημάτων έπεσε στο κενό.
Ελένη Πετάση - [email protected]