Κριτική θεάτρου: «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο»

mple-bathu-fotografia

Η ηθοποιός Ειρήνη Τσάβα .

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Ο Θανάσης Βαλτινός μεταφέρει τη νουβέλα του «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» στη σκηνή του θεάτρου και η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη κρίνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (Θεατρική Σκηνή: Νάξου 84).

«Μη φοβηθούν οι σκηνοθέτες ότι θα τους πάρω τη δουλειά. Δεν φιλοδοξώ να γίνω σκηνοθέτης», μας καθησύχαζε ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, αναλαμβάνοντας  για πρώτη φορά το ρόλο και του σκηνοθέτη.

Το  ότι  η πρώτη ύλη της παράστασης που σκηνοθέτησε στη Θεατρική Σκηνή (του  Αντώνη  Αντωνίου) τού ανήκει κυριολεκτικώς, δεν είναι ασφαλώς ένα  τυχαίο και ασύνδετο γεγονός με την τόλμη και την επιθυμία να  αναλάβει  σκηνοθετικά καθήκοντα.


Το δρόμο για τη σκηνή έχει βρει με την ελεύθερη, χωρίς στενό μαρκάρισμα, καθοδήγησή του  μια από τις γνωστότερες νουβέλες του Βαλτινού, το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» («Εστία»). Ο χειμαρρώδης μονόλογος της  ενδιαφέρουσας  ηρωίδας με τα απωθημένα  και τη «μυθιστορηματική» βιογραφία, εμπεριέχει ατόφιες θεατρικές ποιότητες, που πρώτη είχε ανιχνεύσει η Μάγια Λυμπεροπούλου, ώστε να επιχειρήσει να  τον μεταφέρει προ ετών στη σκηνή.


Αναρωτιόταν  ο συγγραφέας, πριν από την πρεμιέρα της δικής του παράστασης, «πώς θα ακουστεί και ποια είναι η δραματικότητά του έργου σε ένα ζωντανό χώρο με ένα ζωντανό κοινό». Γιατί αναγνωρίζει ότι  «άλλο πράγμα ο αναγνώστης κι άλλο ο θεατής».


Στο βιβλίο  η ηρωίδα  είναι  μια συγκεκριμένη γυναίκα, με συγκεκριμένη ηλικία (μέση και βάλε), συγκεκριμένη καταγωγή , συγκεκριμένη μορφή. Στην παράσταση το κοινό αντί για την ώριμη Μαρί,  συναντά μια όμορφη, «δωρική» νεαρή κοπέλα. Ο Θανάσης Βαλτινός  εμπιστεύτηκε στην Ειρήνη Τσάβα τη Μαρί του, «αυτό το γλυκόπικρο κατακάθι» που μονολογεί και κανείς δεν γνωρίζει αν απευθύνεται σε   εραστή, σε φιλενάδα ή απλά  στον εαυτό της.


«Η πρόκληση είναι ακριβώς πώς μπορεί ένας λόγος να λειτουργεί ανεξαρτήτως εξωτερικών προδιαγραφών και περιορισμών», παραδεχόταν ο συγγραφέας, ο οποίος ενθάρρυνε  την ηθοποιό να εμπιστευτεί το ένστικτό της, επισημαίνοντάς της  απλώς τις βασικές αξίες του κειμένου  που  πρέπει να αναδειχθούν.


Η νουβέλα του δεν διακρίνεται αποκλειστικά για τις  λογοτεχνικές αρετές της. Η απρόσκοπτη, λαγαρή, αποκαλυπτική  προφορικότητά της την καθιστά πραγματικά άκρως θεατρική. Ο Βαλτινός, με άλλα λόγια,  την έχει ήδη σκηνοθετήσει γράφοντάς την. Στη  σκηνική μεταφορά  της θέλησε να εστιάσει απλά και μόνο στην προφορικότητα αυτή.  Στις λέξεις. Στα νοήματα. Στα συναισθήματα. Αυτά που λέγονται κι αυτά που λανθάνουν  κάτω απ΄όσα εκφράζονται.

Θα μπορούσε να αρκεστεί σε ένα μπεκετικό στόμα που απλώς μιλά μέσα στο σκοτάδι. Επέλεξε την εικόνα μιας  γυναίκας, που είναι καθιστή, ακίνητη  με σταυροπόδι, σε μια καρέκλα. Φωτισμένη με ένα προβολέα χωρίς κανένα απολύτως σκηνικό. Κι ενώ η εκφορά του λόγου της ηθοποιού είναι σωστή, μετρημένη, ενδεχομένως περισσότερο μονόχορδη από όσο αντέχει ένα κείμενο που ανεβάζει και κατεβάζει ασταμάτητα  θερμοκρασίες, το πρόβλημα που επιμένει είναι  ένα.


Μοιάζει να λείπει  το  –ανθρώπινο, υποκριτικό;- «υπόβαθρο»   για να αποδοθούν  οι  «αγριότερες» φράσεις  υπαρξιακής αγωνίας, όπως «Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις - κι όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης. Δηλαδή μεγάλη», ή  «Θα προτιμούσα να ξέρω τριακόσιες λέξεις και να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές. Να μη χρειάζομαι άλλες. Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι; Μια σκλαβιά... ».


Παρόλα αυτά, το «Μπλε Βαθύ, σχεδόν μαύρο» , έργο διαχρονικό, αγέραστο, ισχυρό,  ουσιώδες και βαθιά ανθρώπινο έργο, «λάμπει»  και δικαιώνεται  από μόνο του, λειτουργώντας  «ανεξαρτήτως εξωτερικών προδιαγραφών και περιορισμών»,  απλώς εκφερόμενο, στη σκηνή ενός θεάτρου.

Ιωάννα Κλεφτόγιαννη