Κριτική θεάτρου: «Το τρένο των νεφών»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος της Ευγενίας Φακίνου, το «Τρένο των νεφών».
Το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου βρίσκει το δρόμο του στη σκηνή και μάλιστα στο καταλληλότερο μέρος. Γιατί πού αλλού θα μπορούσε να δρομολογηθεί «Το τρένο των νεφών» παρά στις ράγες του «Τρένου του Ρουφ».
Με ενεργοποιημένα τα περισσότερα βαγόνια της η αμαξοστοιχία-θέατρο της Τατιάνας Λύγαρη ταξιδεύει σε ύψος 4.220 μέτρων στην κορδιλιέρα των Ανδεων, εκεί όπου παλιότερα ένα υπαρκτό τρένο ξεκινώντας από την Αργεντινή κατέληγε στο Βαλπαραΐσο της Χιλής.
Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό είναι ένα τρένο-φάντασμα που «όταν φεύγει από το σταθμό... χώνεται στα νέφη και χάνεται», ενώ οι θρύλοι υποστηρίζουν πως όταν φτάσει στον προορισμό του, που είναι και το τέλος του κόσμου, όποιος έχει μπει εκεί νέος βγαίνει γέρος.
Το έργο, φλερτάροντας με τη λογοτεχνία του μαγικού ρεαλισμού (ενσωματώνει αποσπάσματα από: Μαρκές, Λιόσα, Φουέντες κ.ά.), διασχίζει τη λατινοαμερικανική ιστορία του 20ού αιώνα με τους εμφύλιους και τη διεφθαρμένη εξουσία της και ταυτόχρονα χαράζει τη διαδρομή του ανθρώπου από τη γέννηση ώς το θάνατο. Ηρωάς του ο Κανένας, το alter-ego του Οδυσσέα, σε ένα ταξίδι αναζήτησης του εαυτού.
Ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, τον Οδυσσέα, έναν Ελληνα ναυτικό και λαθρέμπορο διαμαντιών, ο δεκάχρονος πιτσιρικάς θα περιπλανηθεί μαζί μας από βαγόνι σε βαγόνι και μεγαλώνοντας μια δεκαετία κάθε φορά, θα γνωρίσει αυτόχθονες Ινδιάνους με τις παράξενες αφηγήσεις τους, θα αφυπνιστεί ερωτικά, θα βιώσει τις σεξουαλικά αφηνιασμένες γιορτές των κατακτητών, θα έρθει σε επαφή με θρυλικές μορφές όπως ο στρατηγός Μπολιβάρ, ο Τσε Γκεβάρα ή η Εβίτα Περόν, για να καταλήξει στον πραγματικό προορισμό του: τον προσδιορισμό της ταυτότητάς του.
Η Τατιάνα Λύγαρη συνθέτει μια ιδιαίτερα φροντισμένη παράσταση μεταφέροντας τη μεταφυσική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος και προσφέροντας στο κοινό μια ενδιαφέρουσα διαδραστική εμπειρία.
Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι η θεατρική διασκευή της Ειρήνης Αναγνωστοπούλου, παρότι έντιμη, δεν μπορεί να αποδώσει τη λογοτεχνικότητα του πρωτότυπου αλλά και μια τάση στο φολκλόρ που προσδίδει ρεαλιστικές αποχρώσεις στο θέαμα και αποδυναμώνει την ουσία του, το τελικό αποτέλεσμα είναι θετικό.
Σ’ αυτό συμβάλλουν καθοριστικά οι εξαιρετικά «διακοσμημένοι» χώροι της Λέλας Ράμογλου που δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με τους εικαστικούς Βασίλη Παφίλη και Πένυ Κορρέ αλλά και διάφορα εφέ -όπως το ταρακούνημα του τρένου- που δίνουν την ψευδαίσθηση ότι είμαστε συνεπιβάτες σε τούτο το ταξίδι ζωής.
Οι ηθοποιοί -ξεχωρίζει ο Προμηθέας Νεραττίνι (Κανένας)- κάνουν φιλότιμες προσπάθειες να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του εγχειρήματος και παρ’ όλες τις ανισότητες, σε γενικές γραμμές το καταφέρνουν.
Ελένη Πετάση- [email protected]