Κριτική θεάτρου: «Ο επιστάτης»
Ο Γιώργος Κιμούλης βυθίζεται στο ρευστό, πολύσημο πιντερικό σύμπαν και μας παραδίδει μια εκπληκτική ερμηνεία ως «Επιστάτης» , καταθέτοντας παράλληλα τη γεμάτη από επίκαιρες πολιτικές αιχμές σκηνοθεσία του, στη σκηνή του θεάτρου Δημήτρης Χορν.
Ο Γιώργος Κιμούλης έχτισε μεθοδικά τον αντι-ήρωα του νομπελίστα συγγραφέα, αφουγκραζόμενος τις κωμικές νότες του κειμένου, συνοδεύοντας την στέρεη κινησιολογία του, με έναν καλά μελετημένο, «ασυνάρτητο» -σε καίριες στιγμές- λόγο.
Έδωσε έτσι λοιπόν πειστική φωνή στον «επιστάτη», τον στρυφνό, γερο-άστεγο Ντέιβις που βρίσκει απροσδόκητο καταφύγιο στο δωμάτιο του καλοσυνάτου Άστον (Νίκος Γεωργάκης), παραμένοντας εκνευριστικά δέσμιος των προκαταλήψεων, του ρατσισμού και του ακραίου ατομισμού του.
Η έλευσή του τον φέρνει αντιμέτωπο με τον αδελφό του Άστον, τον Μικ, τον ιδιοκτήτη της οικίας, ο οποίος διακατέχεται από το δικό του όραμα για την αξιοποίηση του οικογενειακού ακινήτου. Παρά την αρχική καχυποψία, ο Μικ σταδιακά αποδέχεται τον ρόλο του Ντέιβις ως «επιστάτη». Όμως η συνύπαρξη του εκλεκτικού, ιδιόρρυθμου άστεγου με τον «αργό» Άστον καθίσταται εκρηκτική…
Ο Γιώργος Κιμούλης σεβάστηκε –και υπερ-τόνισε- την ατμόσφαιρα της απειλητικής αβεβαιότητας που χρωματίζει τις σχέσεις των προσώπων και τις γοητευτικές αμφισημίες. Ωστόσο η προσωπική του νότα έγκειται στην τηλεόραση που δεσπόζει στο δωμάτιο προβάλλοντας το κολάζ μιας σειράς κοινωνικών αναταραχών- μια πετυχημένη επιλογή στο συνεπές αλλά αναμενόμενο σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη. Έτσι η επιστροφή των προσώπων στον ζωτικό τους χώρο, όταν έχουν καταρρεύσει όλοι οι μηχανισμοί επικοινωνίας και αλληλεγγύης, αποκτά ιδιαίτερη ένταση και βάθος.
Ο Νίκος Γεωργάκης σκιαγράφησε έναν συμπαθή, χαμηλών τόνων Άστον, δεν κατόρθωσε όμως να ενσωματώσει ικανοποιητικά στην ερμηνεία του το παρελθόν του ήρωα στα ψυχιατρεία. Η σκηνοθεσία πρότεινε στον αντίποδα του «αργού» Άστον, έναν πυρετώδη, αεικίνητο Μικ-ο Γιώργος Χρανιώτης κινήθηκε ως προς αυτό το σημείο στην κόψη του ξυραφιού, κατορθώνοντας να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες.
Τα μουσικά διαλείμματα ένωναν τις σκηνές και ήταν μάλλον μια ευχάριστη έκπληξη η προσθήκη metal ήχων αλλά και κλασικής ροκ στις επιλογές. Εύστοχα τα κοστούμια της Μαίρης Τσαγκάρη αλλά και οι προσεγμένοι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.
Μάνια Στάικου