Στάθης Λιβαθινός: «Η τέχνη που φτάνει μόνο στους πολύ έξυπνους ή μορφωμένους δεν με αφορά»
Το πιο ερωτικό, νοσταλγικό «πάρτι» σκηνοθετεί ο Στάθης Λιβαθινός, παρουσιάζοντας, σε συνεργασία με την Καμεράτα την τρίπρακτη οπερέτα «Πικ Νικ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (19-28 Φεβρουαρίου).
Ο γνωστός σκηνοθέτης δοκιμάζεται για πρώτη φορά στο λυρικό θέατρο και μας ταξιδεύει στην Αθηναϊκή Μπελ Επόκ, με φόντο «τη μαγευτική Κολοκυνθού». Με έντονο το στοιχείο της φάρσας, το λιμπρέτο του Νικόλαου Λάσκαρη αναφέρεται σε μια σειρά ερωτικών παρεξηγήσεων που διαδραματίζονται σε ένα γαμήλιο πικ νικ.
Γιατί άργησε τόσο πολύ η συνάντησή σας με το λυρικό θέατρο;
Άργησε περίπου σαράντα χρόνια (γέλια) γιατί μεγάλωσα ακούγοντας πολλή μουσική -ειδικά την κλασική που με έμαθε να απολαμβάνω ο πατέρας μου και τη τζαζ. Όμως δεν είχα την τύχη να γίνω μουσικός και έτσι «ταλαιπωρώ» το θέατρο αντί να δουλεύω στο χώρο της μουσικής τον οποίο λατρεύω.
Όσον αφορά στο «Πικ Νικ», η περίπτωση ήταν καθαρά συμπτωματική και όλα προέκυψαν από την πρόταση του διευθυντή της Καμεράτα Γιώργου Πέτρου να συνεργαστούμε. Παρότι σχεδόν δεν προλάβαινα, σκέφτηκα λίγο ανεύθυνα και είπα το ναι. Την οπερέτα από την οποία ξεκινάω, τη βλέπω σαν ένα πρώτο σκαλοπάτι για προσεγγίσω την όπερα και έχω να μάθω πολλά πράγματα σκηνοθετικά.
Αποτελεί καινούργιο πεδίο για να δοκιμάσω όσα θα ήθελα και θα είναι μια πολύ χρήσιμη πρώτη γνωριμία στη δουλειά μου. Βέβαια η οπερέτα έχει ιδιαίτερο ύφος, βρίσκεται πιο κοντά στο θέατρο, έχει περισσότερη πρόζα, χιούμορ, αλαφράδα και για όλους αυτούς τους λόγους σκέφτηκα να το τολμήσω. Ομολογώ πως δεν το μετανιώνω: είναι μια όμορφη εμπειρία.
Ο κόσμος του λυρικού θεάτρου γενικά έχει ταυτιστεί με έναν μαξιμαλισμό σε όλες τις εκφάνσεις του. Εσείς πώς το χειρίζεστε αυτό;
Αναμφίβολα ό, τι κάνω έχει τη δική μου σφραγίδα, τη σκέψη μου και τον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο. Μαξιμαλισμό δεν έχει τόσο το είδος όσο στην πραγματικότητα αυτοί που το υπηρετούν. Όταν έχεις να κάνεις με λυρικούς τραγουδιστές και μάλιστα με πολύ καλούς λυρικούς τραγουδιστές- όπως αυτούς με τους οποίους συνεργάζομαι τώρα -χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσέγγιση και δουλειά. Στο τέλος πρέπει να προκύψει μια ιστορία που να φτάσει στο κοινό και να μπορεί να καταλάβει τι θα θέλαμε να του πούμε σήμερα.
Δε νομίζω ότι έχει να προσφέρει κάτι με την ίδια έννοια που προσφέρει ένα κλασικό έργο ή κάποιο κείμενο με τρομερά νοήματα. Πρόκειται για ένα ελαφρύ κείμενο. Βέβαια το «μουσικό κείμενο» από την άλλη πλευρά είναι ιδιαίτερο και πάρα πολύ καλό- έχει πολλές επιρροές και από τη Δύση. Το λιμπρέττο όμως είναι πολύ ελαφρύ, έχει μια ματιά λίγο σαν τον αφρό της σαμπάνιας. Το να ανεβάζεις σήμερα ένα τόσο ελαφρύ είδος σε μια τόσο βαριά και δύσκολη εποχή είναι από μόνο του ένα θέμα.
Επομένως σας προβληματίζει κι εσάς αυτό το στοιχείο…
Φυσικά και με προβληματίζει. Αλίμονο αν κλεινόμουν στην αίθουσα Τριάντη νομίζοντας ότι θέλω να με ακούσουν μόνο οι φίλοι της οπερέτας και κανείς άλλος. Ανήκει σε αυτά τα κείμενα στα οποία θα δεις την αίσθηση του χιούμορ, την ελαφράδα, την όμορφη μουσική που είναι πάντα θεραπευτική για οτιδήποτε.
Και υπάρχει και η νοσταλγία για μια πλευρά της ζωής μας που υπήρχε και που δεν είναι κακό να ξανα-υπάρξει γιατί η Αθήνα εκείνης της εποχής είναι πραγματικά απίστευτη. Η δική μου παράσταση δεν θα έχει ιστορικό χαρακτήρα αλλά πιστεύω ότι θα έχει μια νότα νοσταλγίας.
Είναι ωραίο να θυμόμαστε και γοητευτικές εικόνες της Αθήνας, όταν το παρόν της είναι τόσο απογοητευτικό…
Έχω μεγαλώσει στο κέντρο της Αθήνας και την αγαπώ. Τώρα είναι μια πόλη που δεν την αγαπάμε-την καταστρέφουμε, τη μουτζουρώνουμε, τη βρωμίζουμε. Λερώνουμε ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει-είναι ένα σύμπτωμα της εποχής κι αυτό. Όμως μου αρέσει να υπάρχει επί σκηνής και η Αθήνα, εκείνης της εποχής που είναι άγνωστη και αρκετά τολμηρή θα ‘λεγα.
Με ενδιαφέρει αυτή η συνάντηση. Όταν το μεγάλο πάρτι θα γίνει στην Κολοκυνθού -νομίζω ότι αυτό αρκεί-εδώ δεν ξέρουμε πλέον ποια είναι η Κολοκυνθού, που λέει ο λόγος- όπως δεν γνωρίζουμε και πόσα πράγματα γινόντουσαν τότε.
Ερωτικά υπήρχε τρομερό θάρρος, απελευθέρωση, μια χαλαρή σεμνοτυφία με ερωτευμένους ανθρώπους όλο ζωντάνια. Όλα αυτά δημιουργούν ένα νοσταλγικό σχόλιο πάνω σε μια κοινωνία ανθρώπων που κινείται άνετα από το Φάληρο μέχρι την Κηφισιά και μάλιστα στο ένα κάνει διακοπές και στο άλλο αναψυχή.
Τι αναζητάτε ως θεατής από το ελληνικό λυρικό θέατρο;
Ως θεατής, όχι μόνο από το λυρικό θέατρο αλλά γενικότερα από το θέατρο, αναζητώ κάτι που να με συγκινήσει, να με αγγίξει με οποιοδήποτε τρόπο και όχι απαραίτητα με σοβαροφάνεια.
Πιστεύετε στις παραγωγές που λειτουργούν ως ένα είδος φυγής για τον θεατή;
Εξαρτάται τι εννοούμε ως φυγή και τι αναζητεί και ο θεατής. Αν ο θεατής έρχεται με σοβαρές προθέσεις στο θέατρο και ξέρει γιατί πηγαίνει, νομίζω ότι θα τον διεκδικήσει κανείς ανάλογα. Αν έρχεται για πρώτη φορά επειδή νομίζει ότι η οπερέτα είναι κάτι στο οποίο θα ακούσει μόνο μουσική, τότε καλό θα ήταν να συναντήσει και κάτι άλλο.
Πιστεύω στο νέο κοινό που έρχεται στο θέατρο κι όχι μόνο στην πνευματική ελίτ στην οποία υποτίθεται ότι απευθύνεσαι. Οι σκηνοθέτες που πραγματικά αγαπώ και θαυμάζω ήταν όσοι το μήνυμα και ένα μεγάλο επίπεδο της δουλειάς τους έφτανε και στον τελευταίο θεατή. Η τέχνη που φτάνει μόνο στους πολύ έξυπνους ή πολύ μορφωμένους- ή παρα-μορφωμένους- δεν με αφορά.
Σαφώς και η μύηση σε ορισμένα πράγματα είναι απαραίτητη αλλά έρχεται σταδιακά με πολλή δουλειά και τριβή. Κατά τη γνώμη μου, το θέατρο στην Ελλάδα δεν βρίσκεται ακριβώς σε αυτή τη φάση. Πρέπει να φέρει κοντά τους ανθρώπους, ειδικά τους νεότερους και να έχει κάτι σημαντικό να τους πει.
Έτσι βλέπω το θέατρο και έτσι βλέπω και το λυρικό θέατρο. Προσπαθώ να μη χάσει ούτε την ανάσα, ούτε την ελαφράδα του αλλά να δει το κοινό πάνω στη σκηνή ενδιαφέροντες ανθρώπους που και ως λυρικοί τραγουδιστές, να μην τραγουδούν απλά και μόνο καλά, αλλά να έχουν και κάτι ακόμα να πουν.
Ταυτότητα παράστασης: Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης είναι της Ελένης Μανωλοπούλου, η χορογραφία – κινησιολογία της Έρσης Πήττα, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, η δραματουργική επεξεργασία της Έλσας Ανδριανού και η μουσική προετοιμασία των Δημήτρη Γιάκα και Μιχάλη Παπαπέτρου. Υπεύθυνος για την επιμέλεια και αποκατάσταση του μουσικού κειμένου, είναι ο Γιάννης Τσελίκας από το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής.
Τους ρόλους της παράστασης του Πικ-νικ ερμηνεύουν κορυφαίοι λυρικοί τραγουδιστές και ηθοποιοί: τη Λόλα υποδύεται η σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη, τη Νίνα, η μέτζο σοπράνο Ειρήνη Καράγιαννη, τον Βερδελή ο Δημήτρης Ναλμπάντης αλλά και ο Χρήστος Κεχρής στη β' διανομή (22 & 23/2 απογ.), τον Αργυρό ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός, την κυρία Φραμπαλά η Λυδία Αγγελοπούλου, τον Φραμπαλά ο Κωστής Ρασιδάκις, τον Μπρόουντ, ο Δημήτρης Ήμελλος, την Ευανθία η Άννα Κουτσφτίκη, τον Πλούταρχο ο Στέλιος Ιακωβίδης, την Μπερλιναρή η Δανάη Σαριδάκη, την Όλια η Ινές Ζήκου, τη Φιφή η Δέσποινα Σκαρλάτου, τη Λίλη η Σοφία Καψούρου, ενώ τους ρόλους Πανάγο και Ζουμερό ερμηνεύουν ο Χρήστος Κεχρής (διανομή α΄), και ο Βαγγέλης Αγγελάκης (διανομή β'- 22 & 23/2 απογ.). Συμπράττει η Χορωδία των Μουσικών Συνόλων του Δήμου Αθηναίων σε διδασκαλία Σταύρου Μπερή. Την Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής διευθύνει ο Γιώργος Πέτρου και ο Αναστάσιος Συμεωνίδης (20 βρ. & 22,23 απογ.).
Πληροφορίες: «Πικ νικ» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 19 Φεβρουαρίου -28 Φεβρουαρίου για 12 παραστάσεις. Τιμές εισιτηρίων: 40, 28, 20, 11 ευρώ. Ειδικές Τιμές 6,5 ευρώ (φοιτητές, άνεργοι και ΑΜΕΑ), 8,5 ευρώ (άνω των 65 και πολύτεκνοι).
Μάνια Στάικου