Κριτική θεάτρου: «Gagarin way»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για το έργο «Gagarin way» του Γκρέγκορι Μπερκ που σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Αβρανάς, στο θέατρο Βασιλάκου.
«Θέλετε κάποιον που είναι εύκολο να τον σκοτώσετε. Θέλετε να πω ότι εκμεταλλεύτηκα και έκλεψα αθώους; Ότι είχα και εγώ το μερίδιό μου στον πόνο των άλλων; Ότι κατέστρεψα το περιβάλλον; Εντάξει. Τα έκανα αυτά.
Όπως όλοι μας. Θέλετε αλαζονεία; Απληστία; Ηλιθιότητα; Κοιτάξτε γύρω σας. Δεν χρειάζεται να υπερασπιστείς κάτι όταν σε περικυκλώνει. Γι’ αυτό έχετε χάσει... Δεν είσαι η γα@@@η απειλή που νομίζεις... δεν είσαι καν εναλλακτική λύση...»
Η κυνική «απολογία» του Φρανκ, ενός μεγαλοστελέχους πολυεθνικής εταιρείας που η ζωή του κινδυνεύει από τους δύο εργάτες - απαγωγείς του, δίνει το στίγμα του έργου «Gagarin way», στο οποίο η πολιτική βία και η τρομοκρατία, ως απονενοημένη αντίδραση στο σύστημα αλλά και στρεβλή απόπειρα αφύπνισης του κόσμου, αποδεικνύονται άσφαιρα όπλα μπροστά «στο διεθνοποιημένο καπιταλισμό που κατακερμάτισε τη ζωή των ανθρώπων και τους έκανε αδιάφορους και παθητικούς», όπως επισημαίνει στο τεκμηριωμένο πρόγραμμα της παράστασης, ο δραματουργός Κώστας Περούλης.
Δίνει, όμως, και το στίγμα της δικής μας εποχής ή, αν θέλετε, προφητεύει το μέλλον μας. Ο συγγραφέας Γκρέγκορι Μπερκ τοποθετεί τη δράση στην ταλαιπωρημένη πατρίδα του και ειδικότερα στο Φάιφ, την πόλη των ανθρακωρύχων, που στην κυριολεξία διέλυσε η πολιτική της Θάτσερ στο βωμό της «οικονομικής ανάπτυξης».
«Ηρωές» του, ένας σεκιουριτάς, δύο εργάτες σε ένα εργοστάσιο που η βιωσιμότητά του κρίνεται από το πόρισμα της γιαπωνέζικης μητρικής πολυεθνικής, η οποία θα το κλείσει ή θα το μεταφέρει σε άλλη φτηνότερη χώρα, αλλά και το στέλεχος αυτής της εταιρείας που καλείται να πάρει εν ψυχρώ την επώδυνη απόφαση.
Στην προκειμένη περίπτωση, η οικονομία έχει ανακάμψει, πατώντας πάνω σε πτώματα. Δηλαδή χιλιάδες ανέργους ή ανθρώπους που καλούνται να βολευτούν με χαμηλόμισθες ανασφαλείς δουλειές.
Και οι δύο εκπρόσωποι της αθλιότητας, που επιχειρούν να «λύσουν» το θέμα εκτελώντας μια πολιτική δολοφονία και στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα ενάντια στο διεθνοποιημένο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, όχι μόνο δεν θα δικαιωθούν αλλά θα υπογραμμίσουν τη ματαιότητα της πράξης τους.
Ο Μπερκ, ένας από τους αξιόλογους εκπροσώπους του «Ιn-yer-face Τheater», δεν θέτει όρια στην κριτική του. Με γλώσσα ωμή, αθυρόστομη αλλά και σαρκαστική, καυτηριάζει το τέλος των ιδεολογιών, την ήττα της ουτοπίας, την άσκοπη βία, τη διάλυση της εργατικής τάξης, την απάθεια όλων μας μπροστά στην καταστροφική θύελλα των νέων συνθηκών. Και πάνω απ’ όλα, εμφυσώντας στο έργο του την πνοή του βρετανικού φλεγματικού χιούμορ, χτίζει γερούς χαρακτήρες.
Ο Στέφανος Κοσμίδης υποδύεται με μονότονους εξωτερικούς κραδασμούς τον ανερμάτιστο Εντι, που ασκεί τη βία για τη βία. Ο Κώστας Ανταλόπουλος ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Γκάρυ, έναν παλιάς κοπής ακτιβιστή που ξορκίζει τη βία στο όνομα της πολιτικής πράξης.
Ο Μιχάλης Μουλακάκης πείθει στο ρόλο ενός πτυχιούχου πολιτικών επιστημών - σεκιουριτά που ανοήτως πιστεύει ότι θα αλλάξει το σύστημα «από μέσα». Τέλος, ο Μάνος Βακούσης είναι ιδανικός ως εξιλαστήριο θύμα. Ψύχραιμος, κυνικός, ένας ακόμη μοχλός της νέας τάξης πραγμάτων που διαβρώνει αλλά και εκμεταλλεύεται ό,τι αγγίζει.
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει το χιούμορ του έργου. Ωστόσο η καλά οργανωμένη, ωμά νατουραλιστική παράστασή του, αν και δεν διαθέτει ένα ιδιαίτερο βλέμμα, μεταφέρει τόσο την «ταραντινική» απόχρωση όσο και την πολιτική σημασία του κειμένου.
Ελένη Πετάση - [email protected]