Κριτική θεάτρου: ώρα ζωής και όχι ποίησης

kritiki-theatrou-ora-zois-kai-oxi-poiisis

ΔΕΥΤΕΡΑ, 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011

Σε μια άγρια εποχή σεξουαλικής και πολιτικής καταστολής, όταν η σκιά του Φράνκο δέσποζε στον ορίζοντα, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα χρησιμοποιεί το «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» και την ακραία αυταρχική οικοδέσποινά του σαν μεταφορά του βίαιου ολοκληρωτισμού που απειλούσε τη χώρα του.

Ισως είναι και το μοναδικό στοιχείο που μπορεί ακροθιγώς να αγγίξει την εποχή μας, καθώς τα φασιστικά καθεστώτα αυξάνονται και πληθύνονται επικινδύνως. Γιατί διαφορετικά οι απάνθρωπες συνθήκες ενός άνυδρου σπιτικού της ανδαλουσιανής επαρχίας, μέσα στο οποίο πέντε παρθένες εγκλωβίζονται για μια οκταετία, πενθώντας, σύμφωνα με το έθιμο, το θάνατο του πατέρα τους, δεν απηχεί -τουλάχιστον στην Ευρώπη- τη σύγχρονη πραγματικότητα, παρά μόνο σε κάποια αρρωστημένα μεμονωμένα περιστατικά.

Θύμα και θύτης της ιστορίας, που αναπόφευκτα καταλήγει στο θάνατο, είναι η Μπερνάρντα Αλμπα, μια γυναίκα - εξουσιαστής, συνθλιμμένη ανάμεσα στη δική της στέρηση και σε μια τυραννική υπεράσπιση του ήθους, που στερεί τη ζωή στους άλλους. Βιώνοντας την καταπίεση, λόγω της «απαγορευμένης» σεξουαλικής του ιδιαιτερότητας, ο Λόρκα καταγράφει τους κραδασμούς της, μέσα από τα πρόσωπα του έργου του.

Αυτό το «φωτογραφικό ντοκουμέντο» της καθολικής Ισπανίας του 1936 ανέβασε ο Στάθης Λιβαθινός στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, έχοντας ως σημείο εκκίνησης τη φράση του ποιητή «ζωή ζωή κι όχι ποίηση» και -κατ' επέκταση- μια μετάφραση «άλλης ποιητικότητας, λιτής και αιχμηρής», όπως την περιγράφει η δημιουργός της, Εφη Γιαννοπούλου. Μια μετάφραση, ωστόσο, καθηλωμένη στη γη που, μαζί με την σκηνοθεσία, «αφαίμαξαν» μεγάλο μέρος από τη λυρικότητα του κειμένου. Και ταυτόχρονα γείωσαν τους ρόλους με τέτοιο τρόπο, ώστε τίποτα να μη μεταδίδει τη ρευστή αίσθηση επικινδυνότητας και ζόφου.

Ετσι, τα σεξουαλικά στερημένα κορίτσια, που χλιμιντρίζουν σαν φυλακισμένα πουλάρια, σφύζουν από υγεία και ζωντάνια, ενώ μάταια προσπαθούν να σβήσουν ανεκπλήρωτους πόθους, γεμίζοντας κάθε τόσο το άδειο, κυρίαρχο σιντριβάνι με ατελείωτους κουβάδες νερό.

Παρότι, όμως, το συμβολικό εύρημα έχει τη σημασία του, δεν είναι αρκετό για να καλύψει το κενό. Η επιθετική υπερκινητικότητα, τα σπαστικά ξεσπάσματα και ο συνεχής «θόρυβος» χωρίς αιτία, απλώς υπογραμμίζουν την άστοχη υποκριτική καθοδήγηση των καλών ηθοποιών (Τζίνη Παπαδοπούλου, Γωγώ Μπρέμπου, Λουκία Μιχαλοπούλου Εκάβη Ντούμα, Κόρα Καρβούνη). Κρίμα, γιατί ο θίασος είναι πράγματι ζηλευτός.

Η Μπέττυ Αρβανίτη (Μπερνάρντα Αλμπα), βασισμένη στην εμπειρία της, ξεφεύγει από τις παγίδες που υψώνονται μπροστά της και δίνει μια στέρεη, αξιοπρεπή ερμηνεία.

Από την άλλη, η αντιστικτική παρουσία της Αννέζας Παπαδοπούλου (Πόνθια), κυρίως στο πρώτο μέρος, δεν βρίσκει το στόχο της. Αντίθετα, η Σμαράγδα Σμυρναίου πετυχαίνει την απαιτούμενη ποιητική ρωγμή, σκιαγραφώντας με εξαιρετική ευαισθησία την αλαφροΐσκιωτη γιαγιά.

Το συμπιεσμένο χώρο του θεάτρου εκμεταλλεύεται ευφυώς η Ελένη Μανωλοπούλου, για να αναπτύξει μια αίσθηση ασφυξίας και ψυχικού ευνουχισμού. Η ολάνθιστη εσωτερική αυλή της, γύρω από την οποία κάθονται οι θεατές, έρχεται σε αντίθεση με τις ερωτικά μαραμένες κοπέλες. Ενδιαφέρουσα η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ