Στέλιος Μάινας: «Αν χάσουν οι νέοι τις ελπίδες τους, έχουμε χαθεί κι εμείς»
Ο Στέλιος Μάινας σκηνοθετεί την «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο θέατρο Επί Κολωνώ.
Ήρωες διαψευσμένοι, κυνηγημένοι από βασανιστικές μνήμες που αγωνιούν όμως να χτίσουν ένα διαφορετικό μέλλον-και ίσως σήμερα να μας μοιάζουν ξανά-πρωταγωνιστούν στο αλληγορικό μονόπρακτο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η πόλη» που σκηνοθετεί ο Στέλιος Μάινας στο θέατρο «Επί Κολωνώ».
Ο γνωστός ηθοποιός και σκηνοθέτης, συνεργάζεται με τον Βαγγέλη Ρόκκο και τον Γιώργο Ψυχογιό, οι οποίοι ερμηνεύουν αντίστοιχα τους ρόλους του Κίμωνα και του μυστηριώδη φωτογράφου στο έργο. Η ηθοποιός Κάτια Σπερελάκη, η σύζυγος του Στέλιου Μάινα, υποδύεται την Ελισάβετ.
Η «Πόλη» είναι το μονόπρακτο από την ομώνυμη τριλογία της Λούλας Αναγνωστάκη που περιλαμβάνει επίσης τα έργα «Διανυκτέρευση» και «Παρέλαση». Σκέφτεστε να ανεβάσετε και τα άλλα δύο;
Τα μονόπρακτα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν απόλυτη αυτοτέλεια χάρη στον αριστοτεχνικό της χειρισμό. Για να τα δεις σε βάθος θα έπρεπε να κάνεις μια τρίωρη παράσταση. Θα φιλοδοξούσα-το λέω μόνο σαν σκέψη γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται στα άμεσα σχέδιά μου- να ανεβάσω και τα δύο άλλα μονόπρακτα της Λούλας Αναγνωστάκη και κάποια στιγμή να τα παρουσιάσω σε μια ενιαία παράσταση.
Παρόλα αυτά πιστεύω ότι η «Πόλη», το εμβληματικότερο από τα τρία μονόπρακτα, μπορεί να παρουσιαστεί μόνο του. Η δική μας παράσταση διαρκεί 70 λεπτά και αποτυπώνει την προβληματική της Λούλας Αναγνωστάκη που είναι και πάρα πολύ σημερινή.
Το έργο είναι γραμμένο στην κυοφορούσα Ελλάδα του 1965, δηλαδή δύο χρόνια πριν την έναρξη της χούντας και τρία χρόνια πριν τον Μάη του ’68. Είναι ίσως η σημαντικότερη περίοδος από άποψη νέων ρευμάτων και ζυμώσεων στον ευρωπαϊκό χώρο-υπήρχε μια πνευματική έκρηξη. Η Λούλα Αναγνωστάκη είναι πολύ επηρεασμένη από αυτό το κοινωνικό και πνευματικό γίγνεσθαι.
Ενώ έχει μια καθαρά ελληνική γραφή, ωστόσο η εντοπιότητα-την οποία ακολουθούσαν πολλοί συγγραφείς της εποχής της, απουσιάζει. Ο λόγος της έχει μια αφαιρετικότητα και αυτό ακριβώς το στοιχείο την κατέτασσε επί χρόνια στο «θέατρο του παραλόγου». Σήμερα, λαμβάνοντας υπ’ όψιν πως οι ήρωες του έργου βγαίνουν μέσα από μια καταστροφή, μπορεί να δεις το έργο της με μια άλλη οπτική, περισσότερο ψυχολογική.
Ποιες είναι οι συμβολικές προεκτάσεις του έργου;
Η μεγάλη αγωνία είναι ακριβώς αυτό στο οποίο αναφέρεται η Λούλα Αναγνωστάκη με τον τίτλο της: η Πόλη, εννοώντας την Πολιτεία. Οι άνθρωποι χρειάζονται πλέον νέους κανόνες. Οι ήρωες του έργου είναι εγκλωβισμένοι σε ένα διαμέρισμα και μέσα από ένα παράθυρο παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην πόλη.
Η σύζυγος, η Ελισάβετ, κυκλοφορεί μονίμως έξω σαν κυνηγημένη, ενώ ο Κίμωνας ή διαβάζει ή κοιτάει την πόλη μέσα από το παράθυρο. Έχουν μεγάλη αγωνία να βρουν τη γενέθλια πόλη τους-γι’ αυτό μετακινούνται διαρκώς, από τόπο σε τόπο. Κάθε φορά βρίσκουν την πόλη, όμως η πόλη καίγεται όπως αναφέρεται στο τέλος του μονόπρακτου. Και ξανά ταξιδεύουν στην επόμενη πόλη που πιθανότατα θα καεί και ούτω καθ’ εξής…
Υπάρχει μια κραυγή αγωνίας πίσω από τις σιωπές της Αναγνωστάκη. Η Πόλη είναι η κραυγή της αναζήτησης των νέων, γιατί ας μην ξεχνάμε-πως η συγγραφέας ήταν πολύ νέα όταν το έγραψε το 1965. Είναι η κραυγή ενός νέου ανθρώπου να δημιουργήσει κάτι από την αρχή.
Η μνήμη έχει μεγάλη σημασία στο έργο της Αναγνωστάκη, διαρκώς οι ήρωες μιλούν για τη μνήμη, βαδίζουν μαζί της-όμως ταυτόχρονα δεν τη λαμβάνουν και τόσο πολύ υπ’ όψιν τους. Έχουν τεράστια αγωνία να χτίσουν από την αρχή ένα νέο κόσμο. Η Ελισάβετ, αφηγείται ότι είχε έναν αγαπημένο που την ανέβαζε σε μια ταράτσα το βράδυ, όταν δηλαδή κανείς δεν μπορούσε να τους δει.
Της έδειχνε από μακριά τα κάστρα της πόλης που άλλοτε τη φύλαγαν και τώρα είναι σκοτεινές, υγρές φυλακές. Σε εκείνα τα κάστρα τουφεκίζονταν τα χαράματα οι φυλακισμένοι. Και η ηρωίδα αποκαλύπτει πως μετά ανακάλυψε ότι ένας από τους αγαπημένους της βρισκόταν ανάμεσα στους εκτελεσθέντες.
Προφανώς η συγγραφέας αναφέρεται στην ιστορική μνήμη μετά από έναν εμφύλιο και αυτή είναι η μοναδική αναφορά που κάνει μέσα από ένα όνειρο. Αμέσως μετά όμως όλο αυτό υπονομεύεται, καθώς ο σύζυγός της διηγείται στον επισκέπτη-φωτογράφο ότι η γυναίκα του έχει παράξενες ιδέες, βλέπει περίεργα οράματα ότι οι αγαπημένοι της τουφεκίζονται.
Ανατρέπει δηλαδή ακόμη και αυτή την εικόνα καταστροφής, σαν να λέει, ότι σε μια καινούργια Ελλάδα που θα πρέπει να την χτίσουμε εξαρχής θα πρέπει να έχουμε τη μνήμη ότι κάτι υπάρχει πίσω αλλά παράλληλα να γράψουμε από την αρχή το βιβλίο.
Δεν μπορείς να εξαφανίσεις το παρελθόν, δεν μπορείς να διαγράψεις τη ζωή σου με μια μονοκοντυλιά. Μπορούμε όμως να δούμε πόσο σημερινό είναι το έργο της Αναγνωστάκη. Θέλω να ελπίζω ότι βγαίνουμε από μια οικονομική καταστροφή, από μια λαίλαπα και έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε νέες αξίες.
Δεν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις παλιές συνταγές, αλλά ας μην βαυκαλιζόμαστε, δεν υπάρχει παρθενογένεση και τα υλικά είναι συγκεκριμένα. Θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσουμε για να φτιάξουμε μια καινούργια «πόλη», μια πολιτεία. Για μένα, η συνεννόηση είναι αυταπόδεικτο αιτούμενο για να δημιουργήσουμε κάτι.
Δεν μπορούμε μόνο να καταστρέφουμε την πόλη μας. Πρέπει να την χτίσουμε από την αρχή και αυτό πρέπει να το κάνουν κυρίως οι νέοι που απαξιώνονται. Αν χάσουν οι νέοι τις ελπίδες τους, έχουμε χαθεί κι εμείς. Οι νέοι ωστόσο κουβαλούν-θέλουν δεν θέλουν και εμάς. Είμαστε τα βαρίδια τους. Βρισκόμαστε στο γονίδιό τους, όπως οι παππούδες και οι πατεράδες μας βρίσκονται μέσα σε εμάς. Οι νέοι πρέπει να χτίσουν, να τους δώσουμε τη δυνατότητα να μην χάσουν την ελπίδα τους.
Σε καιρούς κρίσης, το πρώτο κομμάτι που πλήττεται αλλά συγχρόνως αναγεννάται-σχήμα οξύμωρο- είναι η πνευματικότητα μιας χώρας. Ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, ότι οι ποιητές μας ευδοκίμησαν ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η πνευματική ανάταση της Ελλάδας, έγινε ανάμεσα σε δύο πολέμους και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Σκηνοθεσία: Στέλιος Μάινας, σκηνικά και κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου, φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος, μουσική: Lost Bodies, βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση. Παίζουν οι : Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός.
Πληροφορίες: Η «Πόλη» στο Θέατρο Επί Κολωνώ, έως τις 15 Απριλίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, ώρα έναρξης: 21:15. Διάρκεια: 70 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων:14 ευρώ, φοιτητικό και ανέργων: 10 ευρώ.
Μάνια Στάικου