Κριτική θεάτρου: «Το μουσείο των φράσεων -Eraritjaritjaka»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Το μουσείο των φράσεων -Eraritjaritjaka», σε σκηνοθεσία του Χάινερ Γκέμπελς που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Μαγική εμπειρία, ποιητική μέθεξη, εξαίρετη ισορροπία ειρωνείας και τρυφερότητας, που πίσω από τη φαινομενική αλαφράδα της παραμονεύει κάτι βαθύ δίνοντας στη σκέψη πυκνότητα, το πολυβραβευμένο «Eraritjaritjaka» (2004) ή «Nόστος για ό,τι χάθηκε» (όπως μεταφράζεται από τη γλώσσα των Αβορίγινων Αυστραλών) μας υπενθύμισε την ευφυΐα του Χάινερ Γκέμπελς.
Ο Γερμανός ριζοσπαστικός ανανεωτής του μουσικού θεάτρου, που γνωρίσαμε για πρώτη φορά το 1997 στο «Θησείο, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες» όταν ανέβασε μαζί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό το «Εργοτάξιο Σλήμαν», ενώ το 2008 παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής το «Μαύρο πάνω σε άσπρο», δημιουργεί αυτή τη φορά έναν ανοιχτό ορίζοντα ανάμεσα στους αφορισμούς του Κανέτι, τη μουσική, τις εικόνες, την περφόρμανς, τη video art και τις τεχνολογικές επινοήσεις (όπως ζώα-ρομπότ που συναλλάσσονται με τον ηθοποιό).
Στο έργο του, που φέρει τον υπότιτλο «Μουσείο των φράσεων» και παρουσιάστηκε, δυστυχώς για τρεις μόνο παραστάσεις, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, οι φιλοσοφικές, ενίοτε δηκτικές σημειώσεις του νομπελίστα συγγραφέα δεν αφήνουν τίποτα όρθιο: τη γλώσσα, τη μουσική, τις ανθρώπινες συνήθειες, το βασίλειο των ζώων, τη ματαιοδοξία, τις σχέσεις εξουσίας.
Και εκεί που οι αποσπασματικές, χωρίς συνοχή, φράσεις συνθέτουν τη μελαγχολική αντίληψη του διακεκριμένου λογοτέχνη για τον κόσμο -παρ’ όλο το χιούμορ που παρεισφρέει ανακουφιστικά- ο Γκέμπελς τούς δίνει νέο νόημα χωρίς να χάσουν τίποτα από την ακεραιότητά τους.
Συναρμολογώντας με συναρπαστική μαεστρία ένα ολιστικό θέαμα, όπου η καθημερινότητα συνομιλεί με τη μεταφυσική, ενώ η μουσική χρωματίζει συναισθήματα και έρχεται σε αντίστιξη με κοινότοπες πράξεις, εισχωρεί στην απόκρυφη πλευρά του μυαλού μας.
Το 8ο Κουαρτέτο του Σοστακόβιτς εκκινεί την παράσταση ερμηνευμένο ζωντανά από το Μondriaan Quartet το οποίο στη συνέχεια αναμιγνύει δεξιοτεχνικά έργα των Μπαχ, Ραβέλ, Κραμπ, Γκέμπελς, κ.α. Ταυτόχρονα ο εξαιρετικός ηθοποιός Αντρέ Βιλμς, ως alter ego του Κανέτι, καθηλώνει με την επιβλητική σκηνική του παρουσία και με τον καθάριο λόγο του που χλευάζει τους πάντες, τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό.
Κάποια στιγμή εγκαταλείπει τη Στέγη ενώ τον ακολουθεί μια χειροκίνητη κάμερα που προβάλλει στην οθόνη την περιπλάνησή του. Το θέατρο δίνει τη θέση του στον κινηματογράφο και εκείνος μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο, αφήνει πίσω του τη Συγγρού, αγοράζει νερό από ένα περίπτερο, φτάνει σπίτι του, γράφει στη γραφομηχανή, διαβάζει ελληνική εφημερίδα, μαγειρεύει σχολαστικά μια ομελέτα που η μυρωδιά της φτάνει μέχρι τον τελευταίο θεατή.
Το ρολόι της κουζίνας του -ρυθμισμένο σε πραγματικό χρόνο όταν διαδραματίζεται η συγκεκριμένη σκηνή- δείχνει 9.30 μ.μ. ακριβώς.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο ο Βιλμς προβάλλει από το παράθυρο ενός κανονικού σπιτιού το οποίο έχει τώρα ορθωθεί στη σκηνή.
Πόσο καλύτερα μπορεί να «κοροϊδέψει» η φαντασία την πραγματικότητα;
Ελένη Πετάση - [email protected]