Κριτική θεάτρου: «Οι απόψεις ενός κλόουν»
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Οι απόψεις ενός κλόουν» που παρουσιάστηκε, σε σκηνοθεσία του Αργύρη Ξάφη, στο Εθνικό Θέατρο.
«Μείζον μυθιστόρημα της αθωότητας και της ενοχής» χαρακτήρισε η κριτική τον «Κλόουν» του νομπελίστα Χάινριχ Μπελ, που τη μετάφραση, τη θεατρική διασκευή και τη σκηνοθεσία υπογράφει τώρα ο Αργύρης Ξάφης στο Εθνικό Θέατρο.
Έργο που ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων όταν εκδόθηκε (1963) λόγω της καυστικής του στάσης απέναντι στο μεταπολεμικό πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της Γερμανίας.
Μιας χώρας που η κοινωνία της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λίμναζε στην ουτοπία του «οικονομικού θαύματος», στην υποκρισία και στο στρουθοκαμηλισμό, προσπαθώντας να εξαλείψει από τη μνήμη της τις θηριωδίες του πρόσφατου χιτλερικού παρελθόντος.
Ταυτόχρονα, όμως, ανεχόταν «πρώην ναζιστές να κατέχουν υψηλές θέσεις, όπως ο Χανς Γκλόπκε, πρωτεργάτης των ρατσιστικών «νόμων της Νυρεμβέργης» του 1935 και μετά τον πόλεμο δεξί χέρι του Αντενάουερ», γεγονός που αναφέρει η καθηγήτρια Γερμανικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κατερίνα Καρακάση στο εξαιρετικό, από κάθε άποψη, πρόγραμμα της παράστασης.
Η υπόθεση της παράστασης
Σ’ αυτό το σαθρό περιβάλλον, όπου οι αξίες διακυβεύονται στο όνομα της «εξέλιξης» και ο Μπελ ονομάζει «εποχή εκπόρνευσης», προσπαθεί να επιβιώσει ο Χανς Σνιρ, γόνος εύπορης αστικής οικογένειας, αφοπλιστικά ειλικρινής, φανατικός αγνωστικιστής, αντικομφορμιστής, ασυμβίβαστος, αυτοκαταστροφικός και ευαίσθητος -τόσο ώστε να «ανιχνεύει μυρωδιές από το τηλέφωνο»-, ο οποίος απορρίπτει την τάξη του, τις παραδόσεις, την ασφάλεια και τις ανέσεις της για να γίνει κλόουν.
Ένας κλόουν που αντιτάσσει στη χριστιανική (πουριτανική και διαφθοροποιό) ηθική τη δική του ηθική, ενώ η αγανάκτηση και η αναρχική στάση έχουν εγκατασταθεί μέσα του σαν χρόνια ασθένεια και τον οδηγούν στις παρυφές της κοινωνίας. Όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα, όταν η διαφορετικότητα ενός ανθρώπου, αλλά και η ελευθερία ενός δημιουργού που διατηρεί την ακεραιότητά του ενοχλούν σε τέτοιο σημείο ώστε να εξοβελίζονται.
Σε πρώτο επίπεδο η ιστορία του ήρωα είναι απλή. Ερωτεύεται τη Μαρί, ζει μαζί της κάποια χρόνια, περιπλανώμενος στις επαρχιακές πόλεις και όταν εκείνη, κουρασμένη από τις αντίξοες συνθήκες, τον εγκαταλείπει για να παντρευτεί έναν υψηλά ιστάμενο της γερμανικής καθολικής εκκλησίας, βυθίζεται στην απελπισία.
Αρνούμενος τη βοήθεια του πατέρα του και τον τρόπο ζωής που του προτείνει, κυριολεκτικά καταρρέει σε όλα τα επίπεδα. Παρίας πια, ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, που δεν έχει ούτε το στοιχειώδες δικαίωμα στην κάθαρση, μη μπορώντας να ξεπεράσει το τραύμα του, μάταια την περιμένει να γυρίσει κοντά του...
Ωστόσο το έργο, παρόλη την απαισιοδοξία του, λοξοδρομεί μέσα από την πνευματώδη, σαρκαστική γραφή του Γερμανού συγγραφέα την οποία μεταφέρει σε μεγάλο βαθμό η διασκευή του Αργύρη Ξάφη. Μετατρέποντας την πυκνή αφηγηματική δομή του μυθιστορήματος σε θεατρικούς διαλόγους και μονολόγους, ο σκηνοθέτης μπολιάζει την εύρυθμη παράστασή του με χιούμορ και ευφάνταστα μουσικοχορευτικά στοιχεία, δημιουργώντας μια ονειρική ατμόσφαιρα που κονταροχτυπιέται με την αβυσσαλέα πραγματικότητα.
Ο ενδιαφέρων σκηνικός χώρος της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου -παραπέμπει στα παρασκήνια ενός θεάτρου που μπροστά τους προβάλλει η ζωή ως θέαμα-, η εύστοχη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, την οποία ερμηνεύει ο ίδιος επί σκηνής, ενώ ταυτόχρονα υποδύεται τον αδελφό του Χανς, η καλή κίνηση της Αμαλίας Μπένετ, το ιδιαίτερο μακιγιάζ της Εύης Ζαφειροπούλου και οι εξαιρετικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου συνηγορούν στην άρτια αισθητική του εγχειρήματος. Και, βέβαια, οι ηθοποιοί το στηρίζουν σε όλα τα επίπεδα.
Ο Γιώργος Γάλλος γλιστράει με ευχέρεια από τον ένα ρόλο στον άλλο. Άλλοτε βαθιά συναισθηματικός, άλλοτε κυνικός και άλλοτε σαρκαστικός, μεταδίδει έξοχα τη θερμοκρασία του έργου. Η Δέσποινα Κούρτη εντυπωσιάζει με τις κινησιολογικές και φωνητικές της ικανότητες (παίζει θαυμάσια ακόμα και πιάνο). Ο κλόουν του Δημήτρη Παπανικολάου αποπνέει ευαισθησία και ανθρωπιά. Ο Θανάσης Λέκκας εκπροσωπεί επάξια τις επιταγές του σωματικού θεάτρου.
Ελένη Πετάση - [email protected]