Κριτική θεάτρου «Cock»: τρίγωνο χωρίς προκλήσεις...
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου συνεχίζει να μας αιφνιδιάζει, αλλάζοντας σκηνοθετικό ύφος σε κάθε έργο που διαχειρίζεται.
Μετά τη γοτθική ατμόσφαιρα της «Ερωτευμένης νεκρής», το νέο-εξπρεσιονιστικό «Wolfgang», τη θεατράλε «Λέσχη της αυτοκτονίας», την ελισαβετιανή «Εκδίκηση», δοσμένη ως σύγχρονο Θέατρο Σκιών και την επιρροή της κομέντια ντελ άρτε στο «Χρυσό Δράκο», επικεντρώνεται στον τολμηρό, σπινθηροβόλο λόγο ενός ανερχόμενου τριαντάχρονου Βρετανού συγγραφέα που μ' αυτό το έργο έχει ήδη αποσπάσει το βραβείο Ολίβιε (2009).
Σε μια εποχή αποπροσανατολισμού, ο Μάικ Μπάρτλετ επιτίθεται στο δυσκοίλιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που επιβάλλει στα άτομα δογματικές ετικέτες. Γιατί χαρακτηρισμοί όπως γκέι, μπάι, στρέιτ, που θέριεψαν στην ανατρεπτική δεκαετία του '60, εξακολουθούν -παγκοσμίως- να τοποθετούν σε ασφυκτικά κουτάκια την ανθρώπινη ύπαρξη. Για το νέο δραματουργό τίποτα δεν είναι μαύρο ή άσπρο. Το ζητούμενο στη σεξουαλική συνεύρεση δεν εντοπίζεται στο ανδρικό ή γυναικείο φύλο, αλλά στην ποιότητα των σχέσεων. Όμως η αναζήτηση της ταυτότητας και η πορεία προς την αυτογνωσία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.
Στο «Cock» (κόκορας, ανόητος, ψεύτης αλλά και ανδρικό μόριο) όλα λέγονται και τίποτα δεν δείχνεται. Και είναι ενδιαφέρον ότι το αιχμηρό, πνευματώδες κείμενο ανταποκρίνεται, χωρίς ίχνος σωματικής προκλητικότητας, σε όλες τις σημασίες του διφορούμενου τίτλου του.
Η δράση ξετυλίγεται μέσα στην ασφάλεια του «παραδοσιακού» ερωτικού τριγώνου. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από εβδομήντα χρόνια ο Νόελ Κάουαρντ σάρκασε τον αγγλοσαξονικό πουριτανισμό σκιαγραφώντας ένα εξίσου ανορθόδοξο menage a trοis.
Ωστόσο, εδώ το παιχνίδι ξεφεύγει από τους γνώριμους αμφιφυλοφιλικούς προβληματισμούς και μετατίθεται στην αναποφασιστικότητα του κεντρικού ήρωα που πηγάζει από την αδυναμία του να καταλάβει ποιος είναι πραγματικά. Κατ' επέκταση ο Τζον -ο μοναδικός χαρακτήρας του έργου που περιέργως πώς διαθέτει όνομα- μετεωρίζεται ανάμεσα στον ομοφυλόφιλο σύντροφό του (τον Α) και την επιθυμία του για μια νέα γυναίκα (τη Γ).
Η φρενώδης, ευφυής διαλογική αντιπαράθεση των δύο «αντρών» κλιμακώνεται σε ένα γεύμα γνωριμίας με την, εξίσου διεκδικητική, θηλυκή αντίπαλο, στο οποίο παρευρίσκεται και ο προστατευτικός πατέρας του Α. Σε αυτό ο διχασμένος επιβήτορας καλείται να πάρει μια οριστική απόφαση.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου, ακολουθώντας τις οδηγίες του συγγραφέα, έστησε την παράσταση σε μια γυμνή σκηνή, τοποθετώντας τα πρόσωπα αντιμέτωπα το ένα με το άλλο, έτοιμα λες για μια κοκορομαχία. Κρατώντας αποστάσεις ασφαλείας και αφαιρώντας κάθε νατουραλιστικό στοιχείο -από το παλτό που αναφέρεται ότι θα φορέσουν αλλά δεν το φοράνε ποτέ μέχρι τις ερωτικές στιγμές στις οποίες τα σώματα παραμένουν ανέγγιχτα- δημιουργεί μια θεατρική συνθήκη όπου άλογες συμπεριφορές φαντάζουν απόλυτα λογικές.
Με ρυθμική ακρίβεια νευροχειρουργού και εξαιρετική διαχείριση της ελλειπτικής, ιδιωματικής γλώσσας (η μετάφραση είναι δική της) η σκηνοθέτιδα εκμαιεύει το μαύρο χιούμορ και την υποδόρια μελαγχολική φλέβα του κειμένου.
Χρησιμοποιώντας ελάχιστες, ιδιαίτερα μελετημένες, κινήσεις τοποθετεί θύτες, θύματα και εισβολείς σε ένα τερέν του πινγκ πονγκ μέσα στο οποίο αγωνίζονται να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους. Το «Cock», όμως, δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τους κατάλληλους ερμηνευτές. Ιδιαίτερα ο Μάκης Παπαδημητρίου κλέβει τις εντυπώσεις με το πληθωρικό ταλέντο του. Θύμα ενός έρποντα φασισμού, εύθραυστος μέσα στη φαινομενικά σκληρή πανοπλία του, απολαυστικά αστείος, «πλασάρει» με οίστρο τις ατάκες του Α. Επάξιος συνοδοιπόρος είναι ο Τζον του νέου ηθοποιού Δημήτρη Μοθωναίου. Με εκνευριστική «αθωότητα» και κρυμμένη εγωπάθεια φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές του αμφιταλαντευόμενου ήρωα. Συμπαθής παρουσία η Ιωάννα Παππά στο ρόλο της επιθετικής Γ. Έξω από το κλίμα της παράστασης ο Γιώργος Κοτανίδης ως μάχιμος υποστηρικτής της ιδιαιτερότητας του γιου του.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ