Κριτική θεάτρου: «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)»

etsi-einai-an-etsi-nomizete-nea-fotografia PATROKLOS SKAFIDAS
ΠΕΜΠΤΗ, 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» που παρουσιάζεται στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά.

Για να παρουσιάσει κανείς σήμερα το «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» του Πιραντέλο χρειάζεται σίγουρα να έχει κάτι καινούργιο να πει. O 26χρονος Δημήτρης Καραντζάς, που πρόσφατα είδαμε την επιτυχημένη του παράσταση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» του Δημήτρη Δημητριάδη, ενώ φέτος το καλοκαίρι ετοιμάζεται να κατακτήσει τον τίτλο του νεότερου σκηνοθέτη που θα εισχωρήσει στην Επίδαυρο, δεν έφερε αυτή τη φορά το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Παρότι δεν στερείται ταλέντου και τόλμης -γι’ αυτό ιδιαίτερα παινεμένος από την κριτική, γεγονός που μπορεί να αποπροσανατολίσει έναν, ακόμη ανώριμο, καλλιτέχνη- η σκηνοθετική του πρόταση, μπορεί σε επίπεδο ιδεών να ανταποκρίνεται σε χαρακτηριστικά της πιραντελικής δραματουργίας, αλλά στην ανάδειξή της στάθμευσε σε ένα μονοδιάστατο μονοπάτι.

Και, μάλιστα, κραυγαλέο καθώς στην προσπάθεια να γλιστρήσει έξω από το ρεαλισμό, να οικοδομήσει ένα αιχμηρό παιχνίδι ψευδαισθήσεων και πραγματικότητας, να υπογραμμίσει την ηδονή που ασκούν στους ανθρώπους οι ζωές των άλλων και, εν τέλει, να γκρεμίσει παραδοσιακούς σκηνικούς τρόπους που βασίζονται κυρίως στη δυναμική του κειμένου, κατέφυγε σε μια κακόφωνη φάρσα, που στερείται εκείνο το βαθύτερο χιούμορ, το οποίο «διαμελίζει, αν δεν παραβιάζει, τους κώδικες και υπερφαλαγγίζει τους κανόνες», όπως σημείωνε ο Πιραντέλο στο βιβλίο του «Αισθητική του χιούμορ».

Στο «Έτσι είναι…» (1917), εμπνευσμένο από μία πραγματική ιστορία και από τα προσωπικά του βιώματα, ο Σικελός συγγραφέας αναφέρεται στη σχετικότητα της αλήθειας, την υποκειμενικότητα της αντίληψης και την πολυπλοκότητα της ύπαρξης - όπου δηλαδή «ο καθένας μας είναι ένας, κανένας ή εκατό χιλιάδες ανάλογα με το πώς τον βλέπει τούτο ή εκείνο το πρόσωπο και πάντα αλλιώτικος απ’ ό,τι πλάθει ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στο μυαλό του...», όπως επεσήμανε ο κριτικός θεάτρου Sylvio D’ Amico (1887-1955).

Στον πυρήνα του θεατρικού του παιχνιδιού τοποθετεί τους πολίτες μιας επαρχιακής πόλης, άτομα αιχμάλωτα μιας στείρας κοινωνικής συνθήκης, κενά και έρμαια αχαλίνωτου κουτσομπολιού.

Όταν στο χώρο τους καταφθάνει ένα ζευγάρι (ο κύριος και η κυρία Πόνζα) και η πεθερά του γαμπρού (κα Φρόλα) με παράξενες, αν όχι «ύποπτες», συνήθειες διαβίωσης (η γυναίκα είναι σε μόνιμη βάση έγκλειστη στο σπίτι και επικοινωνεί με τη μητέρα της από απόσταση) οι φήμες οργιάζουν.

Και όχι μόνο. Η πίεση που σαδιστικά τους ασκείται για την αποκάλυψη της «αλήθειας» φέρνει ως αποτέλεσμα τέσσερις αντιφατικές εκδοχές -ακόμα και την ενοχοποιητική εκδοχή της τρέλας, αγνοώντας ότι και «η τρέλα έχει μέθοδο», όπως έλεγε ο Σαίξπηρ-, που κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ποια απ’ όλες είναι η αληθινή.

Ο Καραντζάς οδήγησε τους περισσότερους ηθοποιούς σε ένα δίωρο υστερικό, υψηλών τόνων, υποκριτικό μαραθώνιο, μεταμορφώνοντάς τους σε καρικατούρες ως «ένδειξη» μιας κοινότητας νευρόσπαστων που αδυνατεί, μέσα από τα στενά όρια της λογικής, να ερμηνεύσει την πραγματικότητα.

Ωστόσο, μια τέτοια ενοχλητικά προφανής σκηνική προσέγγιση εξ ορισμού ακυρώνει το στόχο της. Αντιστικτικά λειτούργησαν ο καλός Κώστας Μπερικόπουλος (Λαμπέρτο Λαουντίζι), ως alter ego του συγγραφέα, και η Ξένια Καλογεροπούλου (κα Φρόλα).

Ελένη Πετάση - [email protected]