Κριτική θεάτρου: «Πλατόνοφ»
Ο Γιώργος Λάνθιμος έριξε και πάλι το γάντι στον ανυποψίαστο θεατή επιλέγοντας να κινηθεί στο ναρκοθετημένο πεδίο του θεάτρου.
Ο σκηνοθέτης που ενθουσίασε με τον «Κυνόδοντα», δεν σεβάστηκε τις δυναμικές του θεάτρου με αποτέλεσμα η σπασμωδική, μεταμοντέρνα αποδόμηση του «Πλατόνοφ» του Τσέχωφ να πνιγεί μέσα στην πλήξη και την αφόρητη έλλειψη φαντασίας.
Πιστός στην αισθητική που διακήρυξε με την ταινία του ο Λάνθιμος επιχείρησε για άλλη μια φορά να αποτυπώσει τους παράλογους μηχανισμούς της σύγχρονης κοινωνίας, χρησιμοποιώντας ένα αλληγορικό λεξιλόγιο, με χορογραφικές αναφορές. Το νεανικό κείμενο του Τσέχοφ, διασκευασμένο κατάλληλα από τον βρετανό Ντέιβιντ Χέαρ, αποτέλεσε απλώς τον καμβά για να ξεδιπλώσει ο σκηνοθέτης το όραμά του.
Η πρώτη σκηνή μας προϊδεάζει για το τι θα ακολουθήσει: τα μέλη του καλοκουρδισμένου θιάσου, οι κυρίες με τις τουαλέτες και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια τους και οι συνοδοί τους παίζουν επιθετικά ποδόσφαιρο, με φόντο το ψυχρό, λιτό σκηνικό της Άννας Γεωργιάδου που παρέπεμπε σε αίθουσα χορού. Ο Λάνθιμος μας εισάγει αβίαστα στην αρένα της ανταγωνιστικής πραγματικότητας χρησιμοποιώντας ως μεταφορά τον χώρο του ποδοσφαίρου, σε μια εικόνα που θυμίζει έντονα την παράσταση «Δύο» του Δημήτρη Παπαϊωάννου (ας μην ξεχνάμε ότι ο Λάνθιμος είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Παπαϊωάννου).
Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης επιτίθεται στον θεατή με όλα τα όπλα της μεταμοντέρνας αισθητικής βάζοντας τους ηθοποιούς να εκτελούν μια σειρά παράλογων κινήσεων, σε συνδυασμό με μια άψυχη, συναισθηματικά απονεκρωμένη εκφορά του λόγου. Οι ηθοποιοί μεταμορφώνονται σε υπερκινητικές μαριονέτες επί δύο ώρες: τρέχουν, εκτελούν ομαδικά μικρές χορογραφίες, μονομαχούν με καρέκλες, κάνουν επιθετικά μαρκαρίσματα βγάζοντας άναρθρες κραυγές, σπάνε και απελευθερώνουν τα μπαλόνια που είναι διασκορπισμένα στο σκηνικό.
Η αποστασιοποίηση αυτή δημιουργεί ένα κομφούζιο αντανακλώντας τις νευρώσεις του σύγχρονου ανθρώπου που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση χωρίς νόημα, καταναλώνοντας (ένα αυτόματο μηχάνημα με αναψυκτικά βρίσκεται επί σκηνής για να το θυμίσει) αλλά και υιοθετώντας τη στάση του εκστασιασμένου παθητικού θεατή (είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα απέναντι στον πρωταγωνιστή Πλατόνοφ).
Τα σώματα των πρωταγωνιστών κρύβουν κάτω από τα ρούχα τους φούσκες, γεμάτες από τα κενά τους λόγια. Όπως καταλαβαίνετε, η περίφημη τσεχωφική ατμόσφαιρα έχει πάει περίπατο προς χάρη ανώτερων μηνυμάτων. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: η σχέση της σκηνής και του κοινού έχει διακοπεί. Φταίει το γεγονός ότι το παζλ του Λάνθιμου είναι δύσκολο για να το αποκρυπτογραφήσει ο θεατής; Είναι το πολυπαιγμένο μήνυμα που τείνει να γίνει μανιέρα στις μεταμοντέρνας αισθητικής παραστάσεις; Είναι η έλλειψη, κυρίως, πραγματικά δυνατών χορογραφικά σκηνών; Μάλλον πρόκειται για ένα συνδυασμό όλων των παραπάνω.
Αυτό που δεν έχει καταλάβει ο Λάνθιμος είναι ότι το θέατρο έχει τους δικούς του κανόνες και απαιτεί κάποιου είδους συγκινησιακή φόρτιση, είτε σε αισθητικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο νοήματος. Ο Λάνθιμος είχε στη διάθεσή του το κείμενο του Τσέχωφ για μια χρεοκοπημένη, περίκλειστη κοινωνία και αντί να ακολουθήσει την παρτιτούρα του, ξεκίνησε τις παραφωνίες και μάλιστα με ενοχλητική αυτοπεποίθηση.
Η ιδέα του να ενσωματώσει χορογραφικές αναφορές με τη βοήθεια της Αμάλιας Μπένετ (της γνωστής συνεργάτιδας του Κωνσταντίνου Ρήγου) ήταν καλή αλλά χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά. Όσο για τα μέλη του θιάσου (Αγγελική Παπούλια, Μαρία Πρωτόπαππα, Άρη Σερβετάλη, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Αριάν Λαμπέντ, Μάνο Βακούση, Θανάση Δήμου, Έλενα Τοπαλίδου, Βασίλη Καραμπούλα) υπηρέτησαν με συνέπεια τις απαιτήσεις του σκηνοθέτη και η δεξιοτεχνία τους δεν μπόρεσε να αναδειχτεί.
Από τον «Πλατόνοφ» στον «Κυνόδοντα»
Ουσιαστικά όμως τώρα γνωρίζουμε τον Λάνθιμο, έναν πολλά υποσχόμενο καλλιτέχνη και το να παραπατήσει κανείς λίγο μετά από μια επιτυχία, είναι σχεδόν αναμενόμενο. Προσωπικά παρακολούθησα πρώτα την παράσταση και μετά αρνητικά προδιατεθειμένη, είδα την πολυσυζητημένη ταινία του. Ευτυχώς η ταινία με αποζημίωσε για τις δύο ώρες θεατρικής ανίας. Ο «Κυνόδοντας» είναι μια τολμηρή παραβολή για την ουτοπία της ασφάλειας, το νέο σημείο αναφοράς της καταναλωτικής κοινωνίας.
Ο πατέρας και η μητέρα , ο γιος και οι δύο κόρες είναι απομονωμένοι σε ένα α-χρονικό περιβάλλον, σε μια βίλα με υψηλό φράκτη. Η γονεϊκή εξουσία διαστρεβλώνει το νόημα των λέξεων, μαθαίνοντας στα αποκομμένα από το εξωτερικό περιβάλλον παιδιά τη γλώσσα της υποταγής. Το όνειρο των τριών αδελφών για φυγή από το αποστειρωμένο περιβάλλον μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν «φτάσουν στην κατάλληλη ηλικία» και πέσει ο κυνόδοντάς τους. Στο σύμπαν που ετοίμασε για αυτούς ο παντοδύναμος πατέρας-θεός μπορούν να δοκιμάσουν τα πάντα εκτός από τους απαγορευμένους καρπούς της γνώσης και της ελευθερίας.
Όμως μια από τις κοπέλες αποτολμά το μεγάλο βήμα πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα. Τα «παιδιά» στην ταινία είναι φυλακισμένα όπως ο μοντέρνος καταναλωτής , σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον ανέμελης παιδικότητας και επίπλαστης ελευθεριότητας, όπου υποτίθεται ότι όλα μπορούν να πραγματοποιηθούν, μέσα φυσικά στα όρια μιας απρόσωπης εξουσίας. Τώρα που η κρίση σαρώνει τις παλιές ψευδαισθήσεις και αισθανόμαστε ότι οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους, η ταινία του Λάνθιμου αποτελεί τον πιο αδιάψευστο μάρτυρα του παραλογισμού της εποχής μας. Υπό αυτή την έννοια, αναμένουμε με ενδιαφέρον το επόμενο, πιο προσεκτικά σχεδιασμένο θεατρικό του βήμα ή τη νέα του κινηματογραφική δουλειά.
ΜΑΝΙΑ ΣΤΑΪΚΟΥ