«Δεκαήμερο»: κριτική θεάτρου
Το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου μπορεί να έριξε αυλαία χθες στο Εθνικό Θέατρο, όμως η ξεχωριστή αυτή παραγωγή (που ήταν sold-out) θα επαναληφθεί και την ερχόμενη σεζόν. Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την πολυσυζημένη παράσταση.
Σε κείνες τις μέρες (1348) που η πανούκλα θέριζε ό,τι ανθρώπινο ον έβρισκε μπροστά της και οι νύχτες ήταν γεμάτες προμηνύματα και οιωνούς που έτρεφαν τον τρόμο στους κατοίκους της Φλωρεντίας, ο Βοκάκιος γράφει το μνημειώδες λογοτεχνικό κείμενο «Το Δεκαήμερο» (1349-1351), έργο που ξορκίζει το θάνατο εκθειάζοντας τις ηδονές της ζωής.
Εκατό ιστορίες συνθέτουν το μεγαλεπήβολο αυτό πόνημα - ιστορίες τολμηρά ερωτικές, χωρίς ταμπού, με χιούμορ και κριτική στάση απέναντι στην υποκρισία της Εκκλησίας, τις οποίες αφηγούνται μια ομάδα δέκα νέων (ο καθένας και από μία για δέκα μέρες) που, εγκαταλείποντας τη φρίκη της πόλης τους, καταφεύγουν στην εξοχή. Γεγονός που ο Βοκάκιος χρησιμοποιεί ως παραβολή για να αντιπαραθέσει στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα του αστικού περιβάλλοντος την αρμονία και την απελευθέρωση των ενστίκτων που προσφέρει η φύση.
Σε κάθε εποχή κρίσης (για παράδειγμα σε εποχή πολέμου ή οικονομικής εξαθλίωσης), εξάλλου, η επιβίωση είναι το ζητούμενο και κατ’ επέκταση οι κοινωνικοί φραγμοί -που φτάνουν μέχρι την εγκληματικότητα- αποδυναμώνονται, αν όχι καταλύονται. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εκτροχιασμός από κάθε ηθική αξία εντοπίζεται στην έξαρση της σάρκας και μόνο, ενώ ακόμα και η πιο ακραία σεξουαλική πράξη απενοχοποιείται εκπέμποντας απίστευτη αθωότητα.
Αυτή την αθωότητα μετέδωσε στο έπακρο η παράσταση του Νίκου Καραθάνου, που θα επαναληφθεί στο Εθνικό και την επόμενη σεζόν. Αν υπάρχει κάποια αντίρρηση αυτή αφορά στη διασκευή του έργου που επωμίστηκε ο ίδιος με τη δραματουργική επιμέλεια της Λένας Κιτσοπούλου (από αφηγήματα 830 σελίδων επιλέχτηκαν δώδεκα), η οποία ενίοτε παρουσίασε σκηνικά χάσματα και κάποιες στιγμές έντονης αμηχανίας, ενώ εσκεμμένα απομακρύνθηκε από το ιστορικό πλαίσιο που γέννησε τις ιστορίες του Βοκάκιου.
Από την άλλη, όμως, ο Καραθάνος κατάφερε δύο ιδιαίτερα σημαντικά πράγματα. Αφενός να θεατροποιήσει με αφοπλιστικό τρόπο ένα κείμενο που δύσκολα μεταφέρεται στη σκηνή. Και αφετέρου να αφομοιώσει αντίνομα υλικά σε ένα ισχυρό σύνολο και μάλιστα στο Εθνικό Θέατρο των ημερών μας - σχήμα οξύμωρο που του δίνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Η σκηνοθεσία του είχε τη γοητεία ενός ευφάνταστου και ανεπιτήδευτου αυτοσχεδιασμού. Μέσα στο σχεδόν ανύπαρκτο αλλά αποτελεσματικό σκηνικό της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου (στρώματα, σεντόνια, παραβάν που μετατρέπονται σε μπερντέ του Θεάτρου Σκιών) οι ηθοποιοί -άλλοι ολόγυμνοι και άλλοι ντυμένοι, άλλοι με καλλίγραμμα και άλλοι με κακοφορμισμένα σώματα (που δεν επιλέχθηκαν τυχαία)- οργίασαν στην κυριολεξία.
Τίποτα δεν σόκαρε, τίποτα δεν λειτούργησε ως πρόκληση. Η απλότητα και φυσικότητά τους, η απόλυτη απενοχοποίηση, η αίσθηση του χιούμορ που αναβλήθηκε πηγαίο, δημιούργησαν μια ανακουφιστική ευφορία. Παρότι, όμως, ήταν μια παράσταση συνόλου υπήρχαν διαφοροποιήσεις στις υποκριτικές δεινότητες των ερμηνευτών.
Διακρίθηκαν η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η Μαρία Διακοπαναγιώτου, η Αλίκη Αλεξανδράκη, ο Γιώργος Μπινιάρης και ο Αγγελος Παπαδημητρίου με το αλλοπαρμένο του ύφος. Εκτός κλίματος η Εύη Σαουλίδου. Ενδιαφέρουσα η μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου, με τις σχολιαστικές επεμβάσεις του Δ. Τίγκα και συμβατοί με την ατμόσφαιρα οι υπαινικτικοί φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου.
Πήραν μέρος ακόμη οι: Αναστασία Διαμαντοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Λυδία Φωτοπούλου.
Ελένη Πετάση