Κριτική θεάτρου: «Κόκκινο» του Τζον Λόγκαν, στο «Δημήτρης Χορν»

kritiki-theatrou-kokkino-tou-tzon-logkan-sto-dimitris-xorn

Ο Σταμάτης Φασουλής στον τριπλό ρόλο του σκηνοθέτη-μεταφραστή-ηθοποιού. Μαζί του ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.

ΤΡΙΤΗ, 15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2011

Ο μαγικός κόσμος των καλλιτεχνών ή ακόμα και η απομυθοποίηση του τροφοδοτεί γενναιόδωρα τόσο την αγορά των βιβλίων - οι στατιστικές αναφέρουν ότι οι βιογραφίες βρίσκονται ψηλά στη λίστα των μπεστ σέλερς - όσο και την παραγωγή θεατρικών έργων.

Κρίσιμες στιγμές στη ζωή των Μότσαρτ και Σαλιέρι («Αμαντέους» του Πίτερ Σάφερ), της Μαρίας Κάλλας («Master Class» του Τέρενς Μακ Νάλλυ), του αρχιμουσικού της Φιλαρμονικής του Βερολίνου Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ («Προσωπική συμφωνία» του Ρόναλντ Χάργουντ), των Χαίντελ και Μπαχ («Μια πιθανή συνάντηση» του Πάουλ Μπαρτς), του Βίνσεντ βαν Γκογκ («Ο Βίνσεντ στο Μπρίξτον» του Νίκολας Ράιτ) ή του Ζώρζ Σερά (στο μιούζικαλ του Στέφεν Σόντχαιμ «Sunday in the park with George»), ενεργοποιούν τη φαντασία των συγγραφέων και την περιέργεια των θεατών.

Το να εισχωρήσεις, ωστόσο, στο μυαλό μιας ιδιοφυούς προσωπικότητας και να μεταφέρεις πειστικά τις ιδέες της στη σκηνή ενέχει πολλές παγίδες. Ο Τζον Λόγκαν, αναμοχλεύοντας μια συγκεκριμένη περίοδο στην επώδυνη πορεία του Μάρκ Ρόθκο, καταφέρνει να ξεφύγει από τα κλισέ που συνοδεύουν ένα τέτοιο εγχείρημα.

Ας σημειωθεί ότι ο Αμερικανός συγγραφέας, γνωστός σε μας ως σεναριογράφος («Ο τελευταίος Σαμουράϊ», «Aviator», «Μονομάχος»), έχει διακριθεί και στο παρελθόν για τη θεατρική σύνθεση ψυχολογικών ντοκουμέντων της πρόσφατης ιστορίας. Ανάμεσα τους το βραβευμένο «Never the sinner», μια αποτύπωση της δίκης του 1924 για το «έγκλημα του αιώνα» από τους Leopold και Loeb.

Στο «Κόκκινο» (2009) ο κίνδυνος για μια εστετίστικη «διάλεξη» περί τέχνης είναι ορατός. Όμως το έργο δεν περιορίζεται σε Σωκρατικούς διαλόγους, πνευματώδεις συζητήσεις και διδακτικές «κορόνες» για το ήθος της δημιουργίας ανάμεσα στον διάσημο Αμερικανοεβραίο ζωγράφο και τον μαθητή του Κεν.

Ούτε σταθμεύει στην αντιπαράθεση του παλιού με το καινούριο που εκφράζεται μέσα από τσουχτερές απόψεις για την εισβολή του κινήματος της pop art - δηλαδή τον Αντυ Γουόρχολ, τον Στέλλα και τον Λίχτενστάιν που, κατά τη γνώμη του Ρόθκο, υπέκυψαν άνευ όρων στην επίθεση ενός άκρατου υλισμού και κατ' επέκταση στην αβυσσαλέα εμπορευματοποίηση της δουλειάς τους.

Ο ίδιος, εξάλλου, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή (1958-59), υπερβαίνει τον εαυτό του καθώς επιστρέφει το υπέρογκο ποσό των 35.000 δολαρίων, ακυρώνοντας το συμβόλαιο της προπληρωμένης παραγγελίας για μια σειρά από τοιχογραφίες στο φημισμένο Νεοϋρκέζικο εστιατόριο «Four Seasons». Απόφαση που προέκυψε κατά τη διάρκεια ενός γαστρονομικού γεύματος στο εν λόγω άντρο του νεοπλουτισμού και που αποτελεί τον μίτο μιας απολαυστικής αφήγησης, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την προσωπική του κοσμοθεωρία.

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα αυτού του βιο-δράματος είναι ότι καταφέρνει να εκθέσει με επιτυχία τις εσωτερικές διεργασίες ενός θυμωμένου, αυθεντικού δημιουργού που ζητάει από το θεατή να «ψηλαφίσει» το σχήμα και την υφή των συλλογισμών του. Και επιπλέον να συνδέσει τη τέχνη με τη ζωή.

Ο αφηρημένος εξπρεσιονιστής με τον εγωπαθή χαρακτήρα, την «απολλώνια ψυχή», τις νιτσεϊκές επιρροές και την καταθλιπτική φύση (αυτοκτόνησε το 1970), που υπερασπιζόταν την ένταση των χρωμάτων, παλεύοντας συνεχώς με το φως και το σκοτάδι («Μόνο ένα πράγμα φοβάμαι στη ζωή, φίλε μου: ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο...»), συναντά στην παράσταση του θεάτρου «Δημήτρης Χορν» το alter ego του.

Ο Σταμάτης Φασουλής (Ρόθκο), αναλαμβάνοντας τον τριπλό ρόλο του σκηνοθέτη-μεταφραστή-ηθοποιού και δίνοντας στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο (Κεν) την ευκαιρία να σταθεί άξια δίπλα του, χτίζει μαστόρικα μια περσόνα συγγενή με τη δική του ιδιοσυγκρασία, καθώς ο σαρκασμός υποσκελίζει την αδηφάγο αγωνία του καλλιτέχνη.

Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί, εν τέλει, μέσα από την εξαιρετική του μετάφραση και την υποκριτική του ευαισθησία, μεταφέρει την ουσία του κειμένου όπως και μια αόριστη συγκίνηση για την ματαιότητα της ύπαρξης που τόσο δύσκολα εξορύσσεται στις μέρες μας.

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]