«Το τάβλι»: κριτική θεάτρου
«To Τάβλι» με τους Νίκο Κουρή και Μάκη Παπαδημητρίου.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Το τάβλι» του Δημήτρη Κεχαϊδη που παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής, από τους Νίκο Κουρή και Μάκη Παπαδημητρίου.
Είναι συγκινητικό να παρακολουθείς στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων -Λευτέρης Βογιατζής- σ’ αυτό «το μνημείο σύλληψης υποκριτικής και σκηνοθετικής τέχνης», όπως το αποκαλεί ο Μένης Κουμανταρέας, μία παράσταση από ηθοποιούς οι οποίοι στάθηκαν δίπλα στον εμπνευσμένο σκηνοθέτη που μας εγκατέλειψε πρόωρα για το μεγάλο του ταξίδι.
Αυτός, εξάλλου, είναι και ο σκοπός που η σύντροφός του Ειρήνη Λεβίδη άνοιξε ξανά τις πύλες του θεάτρου αγκαλιάζοντας όλους όσoι το τίμησαν με τη συμμετοχή τους αλλά και προωθώντας ταλαντούχους παλιούς και νέους καλλιτέχνες του τόπου.
Προ ημερών, κατ’ επέκταση, δόθηκε η πρεμιέρα του έργου του Δημήτρη Κεχαΐδη που πρωτοανέβασε ο Κάρολος Κουν το 1972 μεσούσης της δικτατορίας με τον Νικήτα Τσακίρογλου και τον Γιάννη Μόρτζο και που τώρα ερμηνεύεται από τον Νίκο Κουρή και τον Μάκη Παπαδημητρίου.
«Το τάβλι» (από το δίπτυχο του συγγραφέα «Η βέρα» και το «Τάβλι») είναι ένα μονόπρακτο - διαμάντι που μέσα από τη φαινομενικά απλή ιστορία του καταδύεται με μαστοριά στις ρίζες του ελληνικού λαού σε μια εποχή που προσπαθεί με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο να επιβιώσει, ενώ «αναγγέλλει» προφητικά τη σημερινή του αντίστοιχη κατάντια. Γι’ αυτό το έργο, αν και «παλιό» και πολυπαιγμένο, δεν χάνει τη βαθύτερη σημασία του.
Θυμίζοντας πρόσωπα της διπλανής πόρτας και έχοντας ως όπλο παιγνιώδεις διαλόγους, σαρκάζει δίχως έλεος την εσαεί νοοτροπία μας.
Με παράδειγμα τρανταχτό: τον Φώντα και τον κουνιάδο του τον Κόλλια, δύο παθιασμένους ταβλαδόρους που ρίχνοντας ζαριές και σχεδιάζοντας την κομπίνα της ζωής τους προσπαθούν να ξεφύγουν από την πραγματικότητα. Ο ένας, με επιθετική διάθεση, ονειρεύεται να πιάσει την καλή κάνοντας εισαγωγή μαύρων εργατών από την Αφρική και θυσιάζοντας -για «καλό σκοπό»- ακόμα και την ίδια του την αδελφή. Ο άλλος ονειρεύεται να γράψει ένα βιβλίο για την αντιστασιακή δράση του στην Κατοχή. Ωστόσο η φτώχεια θα τον πείσει να παραστρατήσει....
Ο Κουρής και ο Παπαδημητρίου, που σκηνοθέτησαν από κοινού το έργο, αντέστρεψαν το χαρακτήρα των ρόλων τους, έδωσαν έμφαση στο κείμενο, χάιδεψαν την ευφρόσυνη πλευρά του αλλά και προσγειώθηκαν στο «εδώ και τώρα». Κατοίκησαν εν τέλει την ουσία του χωρίς σκηνοθετισμούς ή περιττά τερτίπια.
Ο πρώτος, παρότι η φωνή του ξεπέρασε κάποιες φορές το μέτρο (σίγουρα θα «λιώσει», όπως ονομάζουν στο θέατρο τις άγουρες πρώτες παραστάσεις), ζωντάνεψε έναν ήρωα πηγαία λαϊκό, με ελπίδες για μια πιο «ανεβασμένη» πνευματική ζωή αλλά ταυτόχρονα λιμνάζοντα μέσα σε ανεπίδοτες επιθυμίες.
Ο δεύτερος, αυθεντικά κωμικός, έδωσε με αξιοθαύμαστο μέτρο ένα απολαυστικό πορτρέτο του μικροκομπιναδόρου Έλληνα που αναπνέει εις βάρος των άλλων.
Και οι δύο τίμησαν δεόντως το χώρο που τους φιλοξενεί και το έργο του συγγραφέα, που, όπως έγραψε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος το 1972, «είναι ένα έργο αυτογνωσίας», το οποίο «συλλάβισε τους αρμούς της ιθαγένειας...» «Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε νεοελληνικό θέατρο πρέπει να ξεκινήσουμε από κει που έφτασε ο κ. Κεχαΐδης».
Ελένη Πετάση - [email protected]