Κριτική: «Αντιγόνη» του Ανούιγ από την Κομεντί Φρανσέζ
«Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ από την Κομεντί Φρανσέζ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την «Αντιγόνη» του Ανούιγ από την Κομεντί Φρανσέζ.
Αν και η «Φαίδρα» του Ρακίνα (1677) ήταν η εναρκτήρια παράσταση της Κομεντί Φρανσέζ όταν ιδρύθηκε στα 1680 από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ προς τιμήν του Μολιέρου (είχε πεθάνει 7 χρόνια νωρίτερα), η «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ (1944), πρωτοπαρουσιάστηκε στο ρεπερτόριο της μόλις το 2012 σε σκηνοθεσία Μαρκ Πακέν. Και παρότι το εμβληματικό αυτό θέατρο της Γαλλίας επιχειρεί τον τελευταίο καιρό να εμφυσήσει έναν ανανεωτικό αέρα στις παραστάσεις του (με αυτή τη λογική ανέβασε εκεί πέρυσι ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τη «Φαίδρα») η «Αντιγόνη» που παρακολουθήσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής, αν και εξαιρετικά σχεδιασμένη, δεν ξέφυγε από μια κλασικά δομημένη εκδοχή του έργου - από ένα στατικό θέατρο λόγου με κάποια νεωτερικά στοιχεία.
Ωστόσο, σπάνια βλέπουμε τέτοια άρτια δουλειά στα αθηναϊκά θέατρα. Ο Πακέν, έχοντας στη διάθεσή του έναν αξιόλογο θίασο, σκηνικά και κοστούμια με φινέτσα και επιβλητικούς φωτισμούς, τίμησε γενναία το κείμενο του Ανούιγ.
Ενα κείμενο που εμπνέεται από το μύθο του Σοφοκλή, απαλλαγμένο, όμως, από τις θεοκρατικές πεποιθήσεις του αρχαιοελληνικού κόσμου, και έχει στόχο να αναδείξει τη βία της εξουσίας στη γερμανική κατοχή και να εξάρει την αντίσταση της νέας γενιάς, που αντικατοπτρίζεται στο ελπιδοφόρο πρόσωπο μιας εξεγερμένης κοπέλας. Στη δική του εκδοχή, βέβαια, πολλά ελαφρυντικά συνοδεύουν τις πράξεις του Κρέοντα, γεγονός που ξεσήκωσε την οργή πλήθους θεατών. Και όπως διατύπωσε ο Καμί: «η Αντιγόνη έχει σίγουρα δίκιο, αλλά και ο Κρέοντας δεν έχει άδικο». Το έργο του Ανούιγ, πάντως, παραμένει σημαντικό, καθώς μεταφέρει πανανθρώπινα μηνύματα που στην ιδεολογικά μολυσμένη εποχή μας αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης με τη σειρά του θέτει το ερώτημα: «Τι είναι πολιτική: Στοχασμός ή επάγγελμα;». Από τη δική του οπτική γωνία, η Αντιγόνη είναι μια σύγχρονη, καθημερινή, επαναστατημένη νέα γυναίκα, που η κραυγή της αγγίζει τη συνείδησή μας. Μια γυναίκα που προτιμά να πεθάνει παρά να συμβιβαστεί με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Επιλέγοντας για το ρόλο ένα μικροκαμωμένο αγοροκόριτσο ντυμένο με φαρδιά παντελόνια (Francoise Gillard) και έναν πανύψηλο άνδρα στο ρόλο του Κρέοντα (Bruno Raffaelli) «παίζει» με τις αντιθέσεις και ταυτόχρονα με τις σωματοποιημένες συγκρούσεις τους. Ιδιαίτερα η Gillard, που κέρδισε το βραβείο Μπομαρσέ για την ερμηνεία της, οικειοποιήθηκε την προσωπικότητα της επώνυμης ηρωίδας με εσωτερικό παλμό και εξαιρετική κινησιολογία.
Στο σύνολό του ο θίασος δίνει αξιόλογες ερμηνείες, αν εξαιρέσουμε την Clotilde de Bayser (στο ρόλο του Χορού), που υπερέβαλλε με αδικαιολόγητες φωνητικές εξάρσεις.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ







