Κριτική θεάτρου: «Κέικ»

keik-2014foto-ethniko Vassilis Makris
ΤΡΙΤΗ, 03 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014

Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη που παρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη. Η παράσταση θα επαναληφθεί και την ερχόμενη χειμερινή σεζόν.

Πριν τελειώσει η χειμερινή θεατρική σεζόν ο Πέτρος Φιλιππίδης βρέθηκε αντιμέτωπος με δύο προκλήσεις. Από τη μια έπαιξε μαζί με τον Σταμάτη Φασουλή στη φαρσοκωμωδία του Τζόζεφ Κέσερλινγκ «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» και από την άλλη σκηνοθέτησε στο Εθνικό Θέατρο το «Κέικ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.

Στο «Κέικ» η λιτή, μεστή, καίρια σκηνοθεσία του, με τις υπαινικτικές σιωπές, τις ενδεικτικές παύσεις, το υποδόριο χιούμορ, τη σύζευξη δραματικού και κωμικού στοιχείου και κυρίως την ουσιαστική διδασκαλία των καλών ηθοποιών, ήταν μια έκπληξη.

Το έργο του Χατζηγιαννίδη, εξάλλου, προκαλεί για μια παράσταση ερμηνειών, καθώς δονείται από ψυχική ένταση, ανησυχίες που οργώνουν το νου, συναισθήματα που εξωτερικεύονται με βίαιο τρόπο. Και κυρίως είναι ένα έργο φαινομενικά ρεαλιστικό που ξεφεύγει σε πιντερικές αποχρώσεις, ενώ κάποιες στιγμές τυλίγεται στο μυστήριο θυμίζοντας Αγκάθα Κρίστι. Κι ας στερείται ρυθμού στην αρχή ή βαθύτερων νοημάτων...

Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει δηλώσει σε συνέντευξή του πως «...βαθύτερα νοήματα και τα ρέστα δεν με απασχολούν. Μοιραία, όμως, όσο χώνεσαι στο σύμπαν των ηρώων, όσο τα πρόσωπα σαρκώνονται, ανακύπτουν θέματα, στοιχεία προβληματισμού, ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση, για τον κόσμο. Καταλήγει, λοιπόν, το έργο να έχει να πει κάτι περισσότερο από ένα απλό στόρι. Αυτό όμως γίνεται κάπως... τυχαία., δεν είναι στην πρόθεσή μου να μεταφέρω μηνύματα σοφίας. Μόνο να φυσήξω ζωή στους ήρωες, να ακούσω την καρδιά τους να χτυπά...» 

Vassilis Makris

Και έχει δίκιο. Πίσω, ωστόσο, από την κοινότοπη γλώσσα, που μεγεθύνει μικρά γεγονότα της καθημερινότητας, καιροφυλακτούν -και όχι τυχαία- μεταφυσικές αγωνίες, αγκυλώσεις οι οποίες βαραίνουν τη σκέψη των προσώπων, αναγνωρίσιμες αδυναμίες συνύπαρξης, «ένας τεράστιος στρατός που είναι οι ανθρώπινες επιθυμίες», όπως έλεγε ο Σαίξπηρ.

Την αφετηρία του έργου καθορίζει ένα απλό περιστατικό: μία αλλοπαρμένη συγγραφέας ροζ ιστοριών (Μίνα Αδαμάκη) καταγγέλλει στο μετριοπαθή διαχειριστή της πολυκατοικίας (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) πως κάποιος πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι του με αποτέλεσμα να βρομίζει φρικτά το πεζοδρόμιο. 

Εκείνος καλεί και τους άλλους ενοίκους -έναν ευέξαπτο νεαρό (Μάξιμος Μουμούρης) που συγκατοικεί με τον προβληματικό αδελφό του και έναν Αλβανό εργάτη ο οποίος ζει με το παιδί του (Λαέρτης Μαλκότσης)- για να διαλευκάνει την υπόθεση.

Σε όλη τη συγκρουσιακή διαδρομή για την αποκάλυψη του ενόχου, που αποκαλύπτει άγριες ρατσιστικές αντιλήψεις (των Ελλήνων προς τους ξένους και του ξένου προς τους ομοφυλόφιλους ή τρανσέξουαλ) αλλά και κραυγάζει «ουδείς αναμάρτητος», ο διαχειριστής ψήνει ένα κέικ καθώς περιμένει την κόρη του να έρθει από το εξωτερικό. Κι αυτό το κέικ της συμφιλίωσης θα προσφερθεί στο τέλος στους θεατές.

Στην παράσταση του Εθνικού, που θα επαναληφθεί και την επόμενη χειμερινή σεζόν, οι ηθοποιοί, ένα εξαιρετικά δεμένο σύνολο, σκιαγράφησαν με πειθώ τους χαρακτήρες του έργου. Η Μίνα Αδαμάκη με συνετές δόσεις σουρεαλισμού, υποδύθηκε απολαυστικά την εκκεντρική συγγραφέα, ενώ ο Λαέρτης Μαλκότσης, ο Μάξιμος Μουμούρης και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος έδωσαν επίσης υψηλού επιπέδου ερμηνείες. Αφαιρετικό και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά.

Ελένη Πετάση - [email protected]