«Still life» («Νεκρή Φύση») : κριτική χορού
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρουσιάζει για πρώτη φορά δουλειά του στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την πολυσυζητημένη παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Still life» («Νεκρή Φύση») στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εναποθέτει με τρυφερότητα και πικρό χιούμορ τα ερωτήματα των προηγούμενων έργων του, σε μια απέριττη «Νεκρή φύση» («Still life») που μπορεί να αναγνωστεί διπλά: η υπαρξιακή αγωνία διασταυρώνεται σε ορισμένα σημεία με την αγωνιώδη αναζήτηση ταυτότητας της «μετέωρης» Ελλάδας.
Η θαυμαστή αυτή ισορροπία και αμφισημία των εικόνων του-πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να συνθέσουν και μια αυτοπροσωπογραφία του Παπαϊωάννου-αποτελούν το νέο του επίτευγμα. Το υπαρξιακό φορτίο μοιάζει να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της σκηνής, ειδικά στο πρώτο μέρος.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου υποδέχεται το κοινό του καθισμένος, κρατώντας μια πέτρα. Κι όταν κάποιος τραβάει βίαια την καρέκλα του παραμένει «καθισμένος» με άνεση στο κενό. Σημείο αναφοράς στις πρώτες σκηνές, ο τοίχος-το σισύφειο βάρος με το οποίο αναμετρώνται οι ερμηνευτές και ο ίδιος.
Συμβολικά αποτυπώνει το μυστήριο της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στα όρια των δύο φύλων, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τον έρωτα (έξοχη η χορογραφία του διχασμένου σώματος, το σύμπλεγμα του γυναικείου και ανδρικού κορμιού). Όλοι φέρουμε τα ίχνη αυτού του τοίχου, της μοναξιάς στη γέννηση και τον θάνατο. Όλοι κουβαλάμε τα είδωλα και τα αγαπημένα πρόσωπα. Είναι ευδιάκριτες και πάλι οι επιρροές του Γιάννη Τσαρούχη.
Η εικονογράφηση της ψυχής με την παλλόμενη διαφάνεια -ως το μεταίχμιο ανάμεσα στη σάρκα και το πνεύμα- αποτέλεσε μια από τις δυνατές στιγμές της παράστασης.
Η έλλειψη επικοινωνίας, αλληλεγγύης και ερωτικής εμπιστοσύνης-μια άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στον Παπαϊωάννου και τον εκφραστικότατο Άρη Σερβετάλη, είναι επαναλαμβανόμενο σχεδόν μοτίβο στις δουλειές του σπουδαίου χορογράφου και εικαστικού. Η απεγνωσμένη και μάταιη εξάρτησή μας από παντός είδους θεωρίες-πολιτικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές αποδόθηκε με τις λαβυρινθώδεις, διαφορετικές πορείες των ερμηνευτών. Και πάλι το άτομο περιχαρακωμένο στα δικά του στεγανά. Ούτε η επιστημονική αναψηλάφηση του σύμπαντος διαφωτίζει.
«Still life».
Ωστόσο ο Παπαϊωάννου επιλέγει να ολοκληρώσει την αφήγησή του με μια σκηνή ευωχίας, με ένα συμβολικό δείπνο- απόσταγμα «ελληνικότητας». Η ερμηνεία του εναπόκειται στον θεατή: είναι ένα διάλειμμα χαράς το οποίο δεν μπορεί να απολαύσει για πολύ ο σκεπτόμενος άνθρωπος ή ένας δημιουργός στο περίκλειστο καλλιτεχνικό του σύμπαν; Είναι η ελληνική, ανέμελη απάντηση στη μυλόπετρα της κρίσης; Είναι μια πρόσκληση να θυμηθούμε τις αξίες που χάσαμε;
Η αφαίρεση και η λιτότητα του Παπαϊωάννου έχει το μεγάλο προσόν της νοηματικής συμπύκνωσης-πέρα από την εικαστική αρτιότητα των εικόνων του και την άψογη εκτέλεση. Η απουσία μουσικής υπογράμμιζε εμφαντικά το θέαμα, κάνοντάς το περισσότερο «εγκεφαλικό». Προσωπικά όμως μου έλειψε μια εμπνευσμένη μουσική σύνθεση-νομίζω ότι θα πρόσθετε στην ατμόσφαιρα.
Μάνια Στάικου