«Still life» («Νεκρή Φύση») : κριτική χορού
Η Ελένη Πετάση γράφει κριτική για την παράσταση «Still life» του Δημήτρη Παπαϊωάννου που παρουσιάζεται για λίγες ακόμη ημερομηνίες 18-22 Ιουνίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών
Κοιτώντας τον Δημήτρη Παπαϊωάννου καθισμένο σιωπηλά σε μια καρέκλα πάνω στην άδεια σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών και βυθισμένο σ’ εκείνη την πηγή από ανεπιθύμητες αποκαλύψεις, νιώθει κανείς μια υποταγμένη τρυφερότητα να τον πλημμυρίζει.
Είναι ο καλλιτέχνης μπροστά στο έργο του, ο δημιουργός που αμφισβητεί την ίδια τη δημιουργία του. Και όταν του τραβούν την καρέκλα μέσα από τα πόδια του εκείνος εξακολουθεί να «κάθεται» στο κενό έχοντας ως σταθερό σημείο μόνο μια πέτρα που κρατά στα χέρια του.
Συμβολισμός; Μήπως αυτή η χειρονομία παραπέμπει στην ανατροπή κάθε βεβαιότητας που τα τελευταία χρόνια βιώνουμε στη ζωή μας; Μήπως έχουμε μείνει μετέωροι αναζητώντας μια καινούργια προοπτική, ένα άλλο νόημα που θα ισορροπήσει την ψυχή μας;
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, μετά την «Πρώτη ύλη», για άλλη μια φορά, φέρνει την έννοια του χορού στα όρια της αμφισβήτησης, ενώ στοχάζεται πάνω στην ίδια μας τη φύση, την ταυτότητά μας προσωπική και εθνική. Μόνο που αυτή η Νεκρή Φύση (Still life) αρχίζει να ζωντανεύει στα χέρια του και οι άνθρωποι- εργάτες του, σκοντάφτοντας σε συντρίμμια, βουτώντας σε τσιμέντα, παλεύοντας με την ύλη αλλά και με έναν σκοτεινό απειλητικό ουρανό που τους παγιδεύει, αγωνίζονται να «ενωθούν με την ελαφρότητα του σύμπαντος που τους περιέχει».
Εργο βαθύτατα υπαρξιακό, με εμφανείς πολιτικές προεκτάσεις, καταλύει κάθε ουτοπία, ενώ η τραγική σύγκρουση με την πραγματικότητα που μας περιβάλλει βιώνεται ως αδιέξοδη πάλη.
Οι 6 εκλεκτοί χορευτές-ηθοποιοί της παράστασης (με τον Aρη Σερβετάλη να ξεχωρίζει), που μέσα σε απόλυτη σιωπή επιδίδονται με εξαιρετική δεξιοτεχνία σε τολμηρές ακροβασίες και επώδυνες δοκιμασίες, προσπαθούν απεγνωσμένα να απαλλαγούν από τις συμβάσεις, διαλύουν απηρχαιωμένες «αξίες», μάχονται ενάντια στον κοινωνικό κομφορμισμό αναζητώντας την αλήθεια και την ελευθερία.
Το καταφέρνουν; Ή, όπως λέει, ο Walter Benjamin, «η έκτακτη κατάσταση στην οποία ζούμε, είναι τελικά ο κανόνας» και δύσκολα ξεφεύγει κανείς απ’ αυτήν.
Αναμφισβήτητα η αισθητική του Δημήτρη Παπαϊωάννου (εικαστική σύλληψη, σκηνοθεσία, κοστούμια, φωτισμοί) είναι μοναδική. Ο απειλητικός ουρανός με τα σύννεφά του, οι τοίχοι με τα χαλάσματά τους που οι μοναχικοί άντρες σέρνουν στην πλάτη τους σαν εσταυρωμένοι και που από μέσα τους ξεβράζονται πάσης φύσεως ανθρώπινα συμπλέγματα, η ερωτική άβυσσος που αποκαλύπτεται στη σύνθεση των σωμάτων, το διάφανο πλέξιγκλας που πάλλεται ορμητικά ανασηκώνοντας το φόρεμα μιας νέας γυναίκας, ο θαμπός «ήλιος» που ξεπροβάλλει σαν ισχνή ελπίδα, οι άγριοι ήχοι που παράγονται από τα ίδια τα υλικά (ηχητική σύνθεση Γιώργου Πούλιου) και τα παιχνίδια του φωτός σε μαύρο φόντο, δημιουργούν εξαιρετικά έντονες εικόνες, γεννώντας ποίηση από το τίποτα.
Ωστόσο, αν η διάρκεια των αποσπασματικών αυτών σκηνών ήταν πιο σφιχτοδεμένη το αποτέλεσμα θα ήταν πραγματικά εκρηκτικό. Ο Παπαϊωάννου γειώνει στο τέλος τη μεταφυσική ατμόσφαιρα της παράστασής του μ’ ένα πραγματικό τραπέζι γεμάτο ταπεινά εδέσματα (μια φραντζόλα ψωμί, ντομάτες, τυρί, τσίπουρο) που θυμίζει πίνακα ζωγραφικής του Caravaggio, του Paul Cezanne, του Henri Fantin-Latour ή του Τσαρούχη, το οποίο οι ερμηνευτές μεταφέρουν (στηριγμένο στα κεφάλια τους) αργά σαν Επιτάφιο στην πλατεία, δίπλα στους θεατές.
Εκεί θα καθίσουν αμέριμνοι να φάνε ανακτώντας, για λίγο, την ανακουφιστική γήινή τους υπόσταση. Για να βρεθεί μετά κάποιος πάλι πάνω στη σκηνή και να εξακολουθήσει τον μπεκετικά επαναληπτικό αγώνα τους. Σαν ένας άλλος, σύγχρονος, Σίσυφος καταδικασμένος να υποφέρει στο διηνεκές την τιμωρία του. Οπως όλοι μας στην τωρινή βίαιη συγκυρία.
Παίρνουν μέρος οι: Δημήτρης Παπαϊωάννου, Αρης Σερβετάλης, Δρόσω Σκώτη, Μιχάλης Θεοφάνους, Αργύρης Πανταζάρας, Καλλιόπη Σίμου και Παυλίνα Ανδριοπούλου.
Ελένη Πετάση - [email protected]