Πήγαμε και είδαμε την Ανχέλικα Λίντελ στο Φεστιβάλ Αθηνών
Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση «Όλος ο ουρανός πάνω στη γη (το σύνδρομο της Γουέντυ)» της Ανχέλικα Λίντελ που παρουσιάζεται έως και τις 17 Ιουνίου στο Φεστιβάλ Αθηνών (Πειραιώς 260).
Σαν μια οργισμένη Σάρα Κέιν, η Ανχέλικα Λίντελ ξεγυμνώθηκε ψυχικά στο έκπληκτο κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών με το «Όλος ο ουρανός πάνω στη γη (το σύνδρομο της Γουέντυ)». Η μοναξιά, το πείσμα για έρωτα και ζωή, έτσι όπως αποτυπώθηκαν στον παραληρηματικό μονόλογό της έχουν ένα βαθμό συγγένειας και με τα κείμενα της Μαργαρίτας Καραπάνου.
Δεν έχει και τόσο σημασία να εικάσουμε αν η αντι-ηρωίδα της εξεγερμένης ισπανίδας, έχει τα δικά της χαρακτηριστικά ή είναι προϊόν μυθοπλασίας. (Είναι σχεδόν σίγουρο ότι όταν υπάρχει τέτοιο μεγάλο ψυχικό φορτίο επί σκηνής, τροφοδοτείται από την προσωπική μυθολογία του καλλιτέχνη).
Η «Γουέντυ» της, δανεισμένη από το γνωστό παραμύθι του Πήτερ Παν, είναι μια λεηλατημένη ύπαρξη με εμφανή τα σημάδια της ψυχικής κακοποίησης μιας τυραννικής μητρικής φιγούρας-που στο πρώτο μέρος της αφήγησής της αποκτά τη φωνή μιας αυταρχικής δασκάλας.
Η Γουέντυ καταφεύγει στη Σαγκάη και ανάμεσα στις συμπληγάδες της μανιοκατάθλιψης, φτάνει σε ένα σημείο απαισιοδοξίας και πνευματικής διαύγειας ώστε να μας επιστρέψει ένα διόλου κολακευτικό είδωλό μας.
Γιατί όποιος έχει ψάξει τη δική του «σκουριά», μπορεί να δει και να αποκαλύψει τη «σκουριά» των άλλων, όπως υποστηρίζει μεταξύ άλλων στην ασθματική επιχειρηματολογία της. Μας προσκαλεί λοιπόν να αναρωτηθούμε για το «πλεόνασμα της δική μας αξιοπρέπειας», για τις ηθικές μάσκες και τα βολικά άλλοθι πίσω από τα οποία κρύβουμε τις πιο σκοτεινές, εγωιστικές μας πτυχές.
Επιτίθεται με σφοδρότητα στην μητρική «αυτοθυσία», στους εθελοντές (τους σύγχρονους αγίους της εποχής μας), σε όσους εργάζονται δωρεάν, στην πείρα που μας κάνει άθλιους και μνησίκακους.
Παράλληλα συνθέτει ένα άκρως προσωπικό, τρυφερά βέβηλο μνημείο στον απόλυτο έρωτα προσπαθώντας μάταια να ξορκίσει τον φόβο του θανάτου, την ασχήμια των γηρατειών, την αναπόφευκτη φθορά των σχέσεων, τη φρίκη της εγκατάλειψης.
Γι’ αυτό και οι νεκροί (ηλικίας 16-26 ετών) στο νησί Ουτόγια της Νορβηγίας που εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τον Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, μετατρέπονται σε άφθαρτο ιδανικό, σαν τα «χαμένα παιδιά» του Πήτερ Παν.
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω τα συνειδητοποιεί κανείς, αν έχει την υπομονή να περιπλανηθεί στις περίεργες συνδέσεις και τους συνειρμούς ενός ταραγμένου, ευφυούς μυαλού που μονοπωλούν την πρώτη ώρα της παράστασης.
Υπήρχαν και (οι εύλογες) αποχωρήσεις ορισμένων θεατών οι οποίοι δεν άντεξαν την επαναληπτικότητα των αινιγματικών εικόνων της στο αρχικό αφηγηματικό κομμάτι: την παρατεταμένη, τελετουργική αυτοϊκανοποίηση, τα αλλεπάλληλα βαλς –με τις εννοιολογικές σηματοδοτήσεις-συνοδεία μιας υπέροχης ζωντανής ορχήστρας.
Η Ανχέλικα Λίντελ αποκαλύφθηκε με συγκλονιστικό τρόπο αλλά το έκανε με τους δικούς της όρους, έχοντας ως αφετηρία τις πολύτιμες αναμνήσεις και τις εμμονές της. Αταξινόμητη, αναρχική, απρόβλεπτη η μικροκαμωμένη Ανχέλικα σάρωνε τη σκηνή σαν μια πυρακτωμένη μπάλα ενέργειας, αποζημιώνοντάς μας με το παραπάνω στο δεύτερο μέρος, για την αναμονή.
Το αν θα προσχωρήσει κανείς στο δικό της σύμπαν είναι μια τελείως προσωπική υπόθεση-και είναι μια από τις λίγες φορές που το «γούστο» δεν παίζει κανένα ρόλο. Σήμερα το βράδυ είναι η τελευταία παράσταση.
Μάνια Στάικου