«Αρκαδία»: κριτική χορού
H Iωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για την χορευτική παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου «Αρκαδία» που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών.
Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ένας πληθωρικός, αστείρευτος καλλιτέχνης, στη νέα του χορογραφία «Αρκαδία» που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών, ανοίγει διάλογο με την ειδυλλιακή πολιτεία του Θεοκρίτου.
Και ορμώμενος από τις πυρκαγιές που κατέστρεψαν το 2011 και 2012 την αρκαδική γη, κάνει ένα πικρό σχόλιο στο σύγχρονο οικολογικό ολοκαύτωμα, συνθέτοντας ένα ποιητικό, σχεδόν μεταφυσικό ρέκβιεμ της ελληνικής φύσης και της ανθρώπινης αθωότητας.
Η Αρκαδία του Θεόκριτου και του Βιργιλίου που διαχρονικά, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, εμπνέει ποιητές και ζωγράφους, στην δική του εκδοχή είναι σκοτεινή και απανθρακωμένη. Τα καμένα ανθρώπινα κορμιά είναι μιάσματα που μεταδίδουν έναν ιο.
Όμως, ο χορογράφος που υπογράφει και την σκηνογραφία (πανύψηλα δέντρα κουφάρια, μια λιμνούλα, ένας κατεστραμμένος καναπές, ένας κορμός τον οποία θα λαξεύει ρυθμικά ένας ξυλοκόπος), δεν εξαντλείται στην περιγραφή της καταστροφής.
Μας επιφυλάσσει και τη χαρά της αναγέννησης. Ανθρώπους που φυτρώνουν, (δεν είναι η μοναδική συμβολική, σουρεαλιστική εμβολή), ανθρώπους –ζώα που νικάνε το θάνατο, δεήσεις τελετουργικές με κεράκια που μεταγγίζουν την ζωή σαν το ποτάμι, κορμιά γυμνά που σπαρταρούν από έρωτα.
Τα 12 σώματα των χορευτών, με το αναγνωρίσιμο κινησιολογικό «λεξιλόγιο» του Ρήγου από την περίφημη «Οκτάνα» του, αποδίδουν διαφορετικής έντασης και θερμοκρασίας συναισθηματικές μεταπτώσεις .
«Πόσο δυνατό είναι σήμερα να υπάρξει η Αρκαδία; Τι θα μπορούσε σήμερα να εννοεί κανείς, λέγοντας θέλω να ζήσω στην Αρκαδία; Υπάρχει αυτός ο ιδανικός τόπος πραγματικά ή μπορεί τελικά να παραμείνει ένας ιδανικός τόπος του μυαλού; Η οικολογική καταστροφή του πλανήτη επιτρέπει να υπάρξει σήμερα η Νέα Αρκαδία; Ο έρωτας και η σεξουαλική πράξη μπορούν να επανευρεθούν; Μπορεί να ξανα-υπάρξει αθωότητα;», αναρωτιέται ο σκηνοθέτης- χορογράφος.
Η παράστασή του, μεταλλική, ερεβώδης, ερωτική, με την πυκνή δραματουργία (της Ξένιας Αηδονοπούλου ), η οποία διακρίνεται για τη θραυσματικότητα και την ασυνέχεια, αφήνει γενναιόδωρα μια χαραμάδα για να εισχωρήσει το φως της νέας αρχής.
Ως καταλύτες λειτουργούν οι κλασικές μουσικές που ερμηνεύει πίσω από ένα φίλτρο, στο βάθος της σκηνής, η ζωντανή κλασική ορχήστρα, συνοδεύοντας τη σοπράνο και οι φωτισμοί. Ο σκοτεινός εφιάλτης «ξαστερώνει» και μετατρέπεται σε τρεμάμενες ηλιαχτίδες (μπράβο στον φωτιστή Σάκη Μπιρμπίλη). Πολύ καλός είναι και ο ηχητικός σχεδιασμός του Δημοσθένη Γρίβα.
Μόνο μια παρατήρηση: Ο Ρήγος, ένας καλλιτέχνης με έμπνευση που του τρέχει ασυγκράτητη σαν χείμαρρος, θα μπορούσε να έχει περιορίσει τις σκηνές της «Αρκαδίας». Κάποιες –ιδίως στην έναρξη- θα μπορούσαν και να απουσιάζουν.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη