«Μετατόπιση προς το ερυθρό»: κριτική θεάτρου
Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση που δίχασε το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών, τη «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Γιάννη Μαυριτσάκη, σε σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου.
Η «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Γιάννη Μαυριτσάκη, σε σκηνοθεσία του Θάνου Παπακωνσταντίνου, δίχασε, όπως ήταν αναμενόμενο, το κοινό στο Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν μπορείς να μείνεις απαθής μπροστά στο εφιαλτικό, υπαρξιακό παραμύθι του Μαυριτσάκη που φέρνει στο προσκήνιο ένα ποιητικό είδος θεάτρου, «ενοχλητικό», ενίοτε κρυπτικό και γλωσσικά στυλιζαρισμένο.
Το άγριο τσίρκο του στο εν λόγω έργο, μια καταβύθιση στη ζωώδη αγριότητα και απληστία του ανθρώπινου είδους, φέρει τον απόηχο των πρόσφατων σεισμών στη ζούγκλα της ελεύθερης αγοράς-αλλά δεν περιορίζεται σε αυτή. Δίνει σουρεαλιστική υπόσταση στα τέρατα που κυοφορούνται στο ανθρώπινο μυαλό, σχολιάζει δηκτικά την «υπεροχή της σκεπτόμενης ύλης».
Η πλοκή-σχηματικά-γιατί το έργο βρίθει συμβολισμών -είναι απλή: ξεδιπλώνει τη γέννηση ενός εγωιστικού, τερατώδους είδους, μέσω ενός ξενιστή (του σκηνοθέτη Θάνου Παπακωνσταντίνου, ο οποίος αναλαμβάνει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο) που πέφτει θύμα μιας δαιμονικής βασίλισσας (Αμαλία Μουτούση).
Την καταστροφή αφηγείται η μοναδική επιζήσασα, μια πρακτικογράφος (η Αλεξία Καλτσίκη με μια εξαιρετική ερμηνεία, για την οποία μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά εδώ). Ο Μαυριτσάκης χρησιμοποιεί ως πλαίσιο στο έργο του, την κρεατομηχανή του σύγχρονου οικονομικού συστήματος.
Γι’ αυτό και μετά την παρατεταμένη σιωπή-με τον θηριοδαμαστή και τους ακόλουθους της τρομακτικής βασίλισσας που προσβλέπουν στη φρίκη (μια κάπως φλύαρη σκηνικά εικόνα που θα μπορούσε να συμπτυχθεί χωρίς να χάσει τη δυναμική της)-το δεύτερο επίπεδο του σκηνικού αποκαλύπτει τον γνώριμο-μεγεθυμένο υπερβολικά-χώρο των εταιρικών συσκέψεων, όπου διεξάγεται ένα περίεργο «ψυχολογικό τεστ» σε ένα στέλεχος.
Ο Αντώνης Μυριαγκός αναδεικνύεται σε ιδανικό «ιεροεξεταστή», με τις διακυμάνσεις της φωνής του, ενώ ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, απαντάει μετρημένα, αφήνοντας να διαφανούν στην κινησιολογία του, οι ανησυχητικοί οιωνοί της τερατογένεσης.
Η τρίτη σκηνή με τον δραματικό μονόλογο της Καλτσίκη, αποκαλύπτει τη φύση του πλάσματος που απελευθερώνεται ξαφνικά από τον ξενιστή τινάζοντας στον αέρα τις δομές και την ιεραρχία μιας τυπικής σύσκεψης.
Και ο χρόνος μετρά αντίστροφα στις τελευταίες σκηνές, όταν αποκαλύπτεται, πώς ξενιστής βρέθηκε πιασμένος στα δίχτυα της δαιμονικής βασίλισσας με το πομπώδες κόκκινο φόρεμα- σε μια αυστηρή χρωματική γεωμετρία άσπρου, μαύρου και κόκκινου. Μια ερωμένη, δοτική σαν μάνα, απεργάζεται τη μόλυνση, με παιγνιώδη τρόπο, ταϊζοντας τον αγαπημένο της σκουπίδια που μέσω της φαντασίας του, αποκτούν θελκτική λάμψη.
Η Αμαλία Μουτούση φώτισε σωστά το ρόλο, τονίζοντας το μαύρο χιούμορ ορισμένων στιγμών-χωρίς να χάσει την ισορροπία ανάμεσα στο παραξένισμα, τη σαγήνη και την επίπλαστη «κανονικότητα» αυτής της μοχθηρής ύπαρξης.
Ειδικά σε αυτή την «επεξηγηματική» σκηνή, ο Μαυριτσάκης τοποθετεί το τερατώδες στον οικείο χώρο της καθημερινότητας. Άλλωστε τερατώδη δεν είναι και όσα διαδραματίζονται στις μέρες μας-αλλά εμείς ίσως δεν τους δίνουμε την προσοχή που θα έπρεπε, κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας; Η κόκκινη βασίλισσα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί-το απόσταγμα του πνεύματος και της λειτουργίας-ενός αυταρχικού συστήματος που υποσχόμενο τα πάντα, κανιβαλίζει, ανεπαισθήτως, τους θιασώτες του.
Ο Μαυριτσάκης, έχει αφομοιώσει κάποια από τα διδάγματα του σουρεαλισμού, αντλεί στοιχεία από το οπλοστάσιο της επιστημονικής φαντασίας και το θέατρο του παραλόγου και τα εκθέτει σε ένα άκρως προσωπικό στυλ γραφής.
Ο νεαρός και ιδιαίτερα ταλαντούχος σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου μένει πιστός στην αισθητική των προηγούμενων –λιγοστών αλλά αξιοσημείωτων παραστάσεών του-ακολουθώντας μια εικαστική αντίληψη στην ανάγνωσή του-μια μόδα που μας έρχεται από το εξωτερικό-αλλά έχει περιθώρια καλύτερης εξέλιξης η ελληνική εκδοχή της.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου είχε την ευθύνη του σκηνικού χώρου, όμως τα επι μέρους σκηνικά και τα εντυπωσιακά κοστούμια είχαν τη σφραγίδα της Νίκης Ψυχογιού. Ο σκηνικός χώρος εκτός από τις χρωματικές οριοθετήσεις του, είχε σε περίοπτη θέση έναν βούρκο από πηλό, στον οποίο «έπαιζαν» οι ακόλουθοι-φαντάσματα της βασίλισσας και ο μυστηριώδης θηριοδαμαστής-άγγελος (οι πολύ καλοί Μάριος Παναγιώτου, Κατερίνα Σπυροπούλου, Αμαλία Κοσμά, Νάντη Γώγουλου).
Στον Αντώνη Μόρο οφείλουμε μερικούς από τους ήχους που προκαλούσαν ρίγη ανατριχίλας, ενώ η ευθύνη του ηχητικού σχεδιασμού είχε την υπογραφή του Δημήτρη Καμαρωτού. Ταιριαστοί ως προς το περιεχόμενο και την ατμόσφαιρα της παράστασης και «σκληροί» οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα. Η κινησιολογία της Χαράς Κότσαλη, βρήκε πρόσφορο έδαφος, κυρίως στην ελαστικότητα της Αλεξίας Καλτσίκη.
Μάνια Στάικου