«Προμηθέας Δεσμώτης» (αρχαίο θέατρο Επιδαύρου): κριτική θεάτρου
Η Ιωάννα Κλεφτόγιαννη γράφει κριτική για τον «Προμηθέα Δεσμώτη» που παρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία του Έκτορα Λυγίζου.
Η παράσταση είχε τα καλύτερα υλικά και ποιότητα –εξαίρετους ηθοποιούς, ενδιαφέρουσα φόρμα, σοβαρή εργασία πάνω στο λόγο (από τον Κωστή Σφυρικίδη) και στην κίνηση. Τις καλύτερες προοπτικές.
Παρ’όλα αυτά, η πρόταση του Έκτορα Λυγίζου πάνω στον «Προμηθέα Δεσμώτη», την δεύτερη παράσταση των φετινών Επιδαυρίων, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τού πώς η φόρμα, όταν γίνεται αληθινός δεσμώτης, μπορεί να συνθλίψει ένα παραστατικό γεγονός. Ή, αλλιώς, πώς η μορφή μπορεί να αποβεί κορσές που στραγγίζει από κάθε χυμό και ζωντανό παλμό μια σκηνική δουλειά.
Ο βραβευμένος κινηματογραφιστής οδηγήθηκε στη «μηχανή» ενός αυστηρού κι αδιαπραγμάτευτου δυϊσμού, που σπάζει όλους τους χαρακτήρες σε δυο πρόσωπα, παραπέμποντας στο πλατωνικό όλον μέσα από τα δυο αλληλοσυμπληρούμενα μέλη. Ενδιαφέρουσα ιδέα, κατ’ αρχάς. Ο Προμηθέας ενσαρκώθηκε από τον ίδιο και την Στεφανία Γουλιώτη. Ακόμη και ο Χορός των Ωκεανίδων, ερμηνεύτηκε από δυο εξαιρετικές ηθοποιούς: την Άννα Μάσχα και την Τζίνα Θλιβέρη.
Κι ενώ αρχικά περίμενες αυτή η λύση, που εξοβέλιζε την όρχηση, να μετεξελιχθεί σε κάτι ζωτικό για το κείμενο, γρήγορα το στράγγιξε, συνθλίβοντας και τους ηθοποιούς του θαυμάσιου θιάσου και κουράζοντας το κοινό. Η Στεφανία Γουλιώτη εξαφανίστηκε. Το ίδιο συνέβη και με τον Θάνο Τοκάκη.
Οι οκτώ ερμηνευτές κινήθηκαν και σπάραξαν στυλιζαρισμένα και μονόχορδα, πάνω σε ένα πεσμένο στην Ορχήστρα γιγάντιο ξύλινο ημιτελή Κούρο, ένα Προμηθέα ξόανο ( η ενδιαφέρουσα σκηνογραφική λύση της Κλειώς Μπομπότη ) .
Η χορικότητα διαχύθηκε ανάμεσά τους, αλλά με ένα τρόπο που αδιαφόρησε για τις ανάγκες του κειμένου –σε αντίθεση με την αντίστοιχη διάχυση του λόγου στην «Ελένη» του Δημήτρη Καραντζά.
Η καθαρότητα στη γραμμή, με τις εμφανείς επιρροές απ'τον Λευτέρη Βογιατζή, είναι ακόμα μια αρετή, που εντέλει δεν λειτούργησε. Και για αυτό ευθύνεται η προσήλωση στη μηχανή της φόρμας.
Θα πρέπει πάντως να τονιστεί ότι η συνεπής, αρραγής φορμαλιστική δουλειά του Λυγίζου, παρ’όλα τα ζητήματά της, είναι προτιμητέα συγκρινόμενη με τον μέσο όρο των εγχώριων δοκιμών πάνω στο αρχαίο δράμα, ο οποίος έχει εξελιχθεί σε άτυπο κανόνα. Και πρόκειται για ένα ανεκδιήγητο συνονθύλευμα κακής αισθητικής, σκιώδους φόρμας και πολύγλωσσης υποκριτικής.
Ιωάννα Κλεφτόγιαννη