Κριτική θεάτρου:«Τρισεύγενη» στο Εθνικό Θέατρο
Η Ελένη Πετάση μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της από την παράσταση «Τρισεύγενη» στο Εθνικό Θέατρο.
Επιτυχημένη η επιλογή του Εθνικού Θεάτρου να παρουσιάσει την «Τρισεύγενη» του Κωστή Παλαμά (1902).
Γιατί το μοναδικό θεατρικό έργο του μεγάλου Ελληνα ποιητή, που έχει ελάχιστα παιχτεί στην ίδια του τη χώρα (από την πρεμιέρα του το 1915 αριθμεί μόνο 10 παραγωγές), όχι μόνο έχει παιδευτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί μια από τις αποκαλυπτικές στιγμές της νεοελληνικής δραματουργίας.
Και μπορεί κάποιες αδυναμίες του κειμένου -όπως η χαλαρή σύνθεση και η πλησμονή του αφηγηματικού στοιχείου στην τελευταία πράξη- να «δικαιώνουν» κατά κάποιον τρόπο τις αντιρρήσεις της εποχής του, αλλά δεν επηρεάζουν ούτε τον πλούτο της έξοχης ποιητικής του γλώσσας ούτε αναχαιτίζουν την αποτελεσματικότητα των μηνυμάτων του.
Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ιδρυτής της «Νέας Σκηνής», Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ώθησε τον Παλαμά να ασχοληθεί με το θέατρο, αλλά ήρθε σε σύγκρουση μαζί του, όταν του ζήτησε «ριζικές μεταβολές εις την σκηνικήν διάταξιν... καθώς και περί τον διάλογον, απαραιτήτων προς αποφυγήν αποτυχίας».
Με αποτέλεσμα ο ποιητής να αντιδράσει («μήτε μια λέξη ν' αλλαχτεί, μήτε τίποτα να μετατοπισθεί...» αποσύροντας το έργο του, το οποίο και πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών δεκατρία χρόνια αργότερα.
Η σημαντική αυτή κατάθεση, που αγνοεί τις καθιερωμένες δραματουργικές συμβάσεις, έχει τις ρίζες της σε μία αληθινή ιστορία στο Μεσολόγγι, που, σε πρώτο επίπεδο, παραπέμπει στο σαιξπηρικό «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», ενώ ταυτόχρονα υπερασπίζεται τα δικαιώματα της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Ωστόσο, ο Παλαμάς πάει πιο πέρα, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα σε υπαρξιακά διλήμματα, οικεία και σε μας σήμερα, αφού η προσήλωση στην ύλη, η υποκρισία και το ψεύδος επικρατούν επικινδύνως.
Κατ' επέκταση, συλλαμβάνει ένα θυελλώδη χαρακτήρα, ο οποίος, με την υπέρβασή του, μετατρέπει το ατομικό σε γενικό, έτσι ώστε η αρχική αφορμή να λησμονείται.
Η Τρισεύγενη, «πλάσμα αγγελικό και δαιμονικό, νεράιδα μαζί και άνθρωπος», που δεν διστάζει να συγκρουστεί με την οικογένεια και το περιβάλλον της προκειμένου να επιβάλει το δικό της ιδεώδες για τη ζωή, γίνεται σύμβολο κάθε ελεύθερου πνεύματος που αρνείται να ασπαστεί τις στενόμυαλες κοινωνικές δεσμεύσεις.
Και κάμπτεται, μόνο όταν αντιλαμβάνεται ότι ούτε ο αγαπημένος της είναι σε θέση να την καταλάβει. Η αυτοκτονία είναι το «φυσικό» αποτέλεσμα της απόλυτης αποξένωσής της από έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκε ποτέ ουσιαστικά.
Η Λυδία Κονιόρδου αντιμετώπισε το έργο ρεαλιστικά, τονίζοντας τα ηθογραφικά στοιχεία και τους λαϊκούς χυμούς του. Δίνοντας έμφαση στα Χορικά του σημεία και έχοντας ως σημαντικό σύμμαχο την ενδιαφέρουσα κινησιολογία της Αποστολίας Παπαδαμάκη, έστησε μια «γιορτή», που ωστόσο έγειρε -με την αρωγή του αφελέστατου σκηνικού (Βασίλης Μαντζούκης) και των καλαίσθητων αλλά συμβατικών κοστουμιών (Αγγελος Μέντης)- προς ένα φολκλόρ, ξεπερασμένο για την εποχή μας.
Η σκηνοθεσία είχε φροντίδα και συνέπεια, στερήθηκε όμως την ποιητική ατμόσφαιρα που δίνει στο κείμενο την αναγκαία πνοή του.
Από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, η έντονη παύση που συνόδευσε τόσο τη βουβή αντίδραση της ηρωίδας προτού αποδεχτεί όρους υποταγής από τον μέλλοντα σύζυγό της, όσο και το φινάλε, όπου πατέρας και σύντροφος, βυθισμένοι στη σιωπή, προσπαθούν να μαζέψουν τα συμβολικά συντρίμμια μιας σπασμένης στάμνας. Αλλά και οι σκηνές των επεισοδίων, τις οποίες ερμήνευσαν με εξαιρετική επιδεξιότητα οι πρωταγωνιστές τους (Στεφανία Γουλιώτη, Νίκος Κουρής, Γιώργος Γάλλος).
Ιδιαίτερα η Στεφανία Γουλιώτη, με ευκινησία φιδιού, ζωογόνο ενέργεια, αφοπλιστική αθωότητα και αλλαγές θερμοκρασίας, αξιοποίησε το λόγο του Παλαμά και, κυρίως, ό,τι αυτός υποβάλλει μέσα από τις γραμμές.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ, [email protected]