«Οι ληστές»: κριτική θεάτρου
Η Μάνια Στάικου γράφει κριτική για την παράσταση «Οι ληστές» του Φρήντριχ Σίλλερ που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη (ομάδα «Πυρ»)
Το νεανικό έργο του Φρήντριχ Σίλλερ «Οι ληστές»- δεν ανεβαίνει συχνά στην ελληνική σκηνή. Είχε παρουσιαστεί στο Εθνικό Θέατρο (σε σκηνοθεσία του Χάιντς Ούβε Χάους), το 1983 και πριν λίγες μέρες το επανέφεραν στο προσκήνιο η ορμή και ο ενθουσιασμός της νεαρής σκηνοθέτιδας Ιούς Βουλγαράκη: το παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών, μαζί με την ομάδα Πυρ, σε μια σχεδόν τρίωρη αφήγηση, με καλές ερμηνείες αλλά και ορισμένες αστοχίες που «προσγείωσαν» την παράσταση.
Η παρόρμηση, το υπερχειλίζον συναίσθημα στους βασικούς χαρακτήρες του έργου, η κριτική στη γερμανική φεουδαρχία και τον κλήρο, η υπαρξιακή αγωνία και ο προβληματισμός για την έννοια της δικαιοσύνης και τα όρια της ελευθερίας, συνυπάρχουν σε αυτό το επικό έργο που συμπυκνώνει τις βασικές αρχές του προρομαντικού κινήματος «Θύελλα και ορμή».
Οι δύο αντιμαχόμενοι αδελφοί επιφανούς οικογένειας, ο Φραντς (Αργύρης Ξάφης) και ο Καρλ (Γιώργος Γάλλος), εμφανίζονται σαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: επιλέγουν-με διαφορετικές αφετηρίες, την επώδυνη οδό της εκδίκησης, απέναντι στην αδικία για να καταλήξουν στην αυτοκαταστροφή -και στην ιδιότυπη αποκατάσταση της ηθικής τάξης.
Ο Φραντς, ο στερημένος της πατρικής στοργής, βρίσκεται στη σκιά του πρωτότοκου αδελφού του Καρλ και για να τον εξοντώσει, υφαίνει μια περίτεχνη συνομωσία. Ο επαναστάτης Καρλ, ο άσωτος- πλην αγαπημένος- υιός πέφτει θύμα των σχεδίων του αδελφού του και εκδικείται τον πατέρα του (Δημήτρη Ήμελλο) και την διαφθαρμένη άρχουσα τάξη, καταφεύγοντας στην παρανομία.
Η Ιώ Βουλγαράκη προσέγγισε το έργο μέσα από ιλαρό και ειρωνικό πρίσμα-και πράγματι ορισμένα αποσπάσματα μπορούν να υποστηρίξουν μια τέτοια οπτική και να προσδώσουν φρεσκάδα. Και δεν ήταν κακή η κωμική αποσυμπίεση στο υπαρξιακό κομμάτι, όταν οι πρωταγωνιστές έρχονται αντιμέτωποι με το θάνατο.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι έχασε το μέτρο με τους κωμικούς τόνους και τις φλύαρες παρεμβάσεις-αποδυναμώνοντας σε καίρια σημεία τη δυναμική αλλά και το μέγεθος του έργου. Κρίμα, γιατί ήταν μια συνολικά αξιόλογη προσπάθεια που είχε αρκετές δυνατότητες να απογειωθεί.
Στις αρετές της, ο σχεδόν κινηματογραφικός, γρήγορος ρυθμός στις εναλλαγές των σκηνών αλλά και οι στέρεες ερμηνείες των πρωταγωνιστών.
Ο Αργύρης Ξάφης, απέδωσε εξαιρετικά τον κυνισμό του Φραντς: ήταν «λυμένος», φυσικός και με σωστές εναλλαγές. Ο Γιώργος Γάλλος, εκφραστικότατος, πήρε ένα ρόλο υψηλών τόνων-και τον έφερε εις πέρας χωρίς μελοδραματικά ολισθήματα ή ναρκισσιστικές ευκολίες. Η αποκάλυψη όμως στο ρόλο του πατέρα, ήταν ο Δημήτρης Ήμελλος. Ακόμη και στις-κακώς-τονισμένες κωμικές πινελιές του δράματός του, είχε εξαιρετική δυναμική. Οι εκφράσεις του δημιουργούσαν σε ορισμένες στιγμές την ψευδαίσθηση στο θεατή ότι είχε ξεπηδήσει από παράσταση αρχαιοελληνικού αγγείου.
Η Δέσποινα Κούρτη, το αντικείμενο του πόθου των δύο αδελφών-αλλά και κατά περίπτωση ο ιερέας, είχε κάνει λεπτομερή δουλειά. Από τους αφοσιωμένους στον αρχηγό τους «Ληστές» διακρίναμε τον Ηλία Μουλά για την ηλεκτρισμένη εμφάνισή του-και τα υπόλοιπα μέλη του θιάσου όμως είχαν εντρυφήσει στο κείμενο (Βασίλης Σαφός, Μιχάλης Τιτόπουλος, Γιώργος Τσούρμας).
Λειτουργικά ως προς την κινησιολογία των ηθοποιών τα σκηνικά της Άννας Φιοντόροβα-αλλά μάλλον «φτωχά» ως προς το εικαστικό τους εκτόπισμα-έξυπνο το εύρημα με τις μικρές προτομές. Πιο ευφάνταστα ήταν τα κοστούμια της-ιδίως αυτό της Δέσποινας Κούρτη, στις πρώτες σκηνές-με το «άτακτο» μαντίλι. Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Μάνια Στάικου