Κριτική θεάτρου:«Θερμοκήπιο»
Σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του, ο Λευτέρης Βογιατζής. Αριστερά η Αλεξία Καλτσίκη.
H Eλένη Πετάση είδε την παράσταση «Θερμοκήπιο» του Χάρολντ Πίντερ στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων και μας μεταφέρει τις εντυπώσεις της.
«Συχνά όταν ήμουν φορτισμένος, σκεφτόμουν να γράψω ένα έργο καθαρά σατιρικό. Κάποτε το επιχείρησα, ήταν ένα έργο που δεν το γνωρίζει κανείς... Ο τίτλος του ήταν «Το Θερμοκήπιο» και μιλούσε για ένα ίδρυμα στο οποίο οι ασθενείς κρατούνται: στη σκηνή θα βλέπαμε μόνο την ιεραρχία, το προσωπικό του ιδρύματος - δεν υπήρχε αναφορά στα όσα είχαν συμβεί στους ασθενείς, για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί, ποιοι ήσαν. Ήταν μια χοντροκομμένη σάτιρα και μάλλον δεν είχε καμία αξία. Ούτε στιγμή δεν αγάπησα κάποιον χαρακτήρα του, δεν είχαν ζωή. Γι' αυτό και απέρριψα το έργο χωρίς δεύτερη σκέψη...».
Η σκληρή αυτοκριτική του Χάρολντ Πίντερ έγινε γνωστή από τη συνέντευξή του στον δημοσιογράφο, Λόρενς Μπένσκι στην οποία εξηγούσε τους λόγους που τον ώθησαν να εξαφανίσει το έργο του για 22 ολόκληρα χρόνια. Ωστόσο το 1979 αναθεώρησε την άποψή του, δηλώνοντας ότι «αν τότε μπορούσε να απορριφθεί ως αποκύημα της φαντασίας μου, τώρα που γνωρίζουμε τι συνέβαινε στα σοβιετικά ψυχιατρεία, είναι απόλυτα αληθινό». Και αφού έκανε ορισμένες περικοπές, το σκηνοθέτησε ο ίδιος στο Χάμστεντ Θίατερ του Λονδίνου (1980) με μεγάλη επιτυχία.
Ευτυχώς. Γιατί το «Θερμοκήπιο» (1958), γραμμένο ανάμεσα στο «Πάρτι γενεθλίων» και τον «Επιστάτη», παρά τις όποιες αδυναμίες του (προς το τέλος εξακολουθεί να είναι ελαφρώς φλύαρο), αναδεικνύει τόσο τη βαθιά πολιτική του σκέψη (και μάλιστα σε μια εποχή που ήταν αντίθετος με το πολιτικό θέατρο) όσο και την υπαινικτική, γεμάτη αόρατους κινδύνους, γραφή του. Αλλά και ισχυροποιεί την ανατριχιαστική του μυθοπλασία μέσα από ένα οξύτατο, μακάβριο χιούμορ.
Επιπλέον αυτή η προφητική αλληγορία με τις μπεκετικές και καφκικές αποχρώσεις, παρότι παραπέμπει στην εποχή του ψυχρού πολέμου, αποτελεί ένα από τα καυστικότερα καταγγελτικά κείμενα του κορυφαίου Βρετανού συγγραφέα και θα παραμείνει επίκαιρη όσο υπάρχουν κρατικοί μηχανισμοί που συνθλίβουν την ανθρώπινη ελευθερία.
Ο Πίντερ δεν μας αφήνει να εφησυχάσουμε. Το Θερμοκήπιό του δεν είναι το μοναδικό σωφρονιστικό ίδρυμα που ειδικεύεται στην αποτοξίνωση της κοινωνικής ανυπακοής. Κάθε εξουσιαστικό γραφειοκρατικό σύστημα φιλοδοξεί να εκμηδενίσει την ατομική βούληση, ενώ θρέφει στους κόλπους του βία, παράνοια, διαφθορά, αδιαφάνεια και ασυδοσία πυροδοτώντας, εν τέλει, αιματηρές καταστάσεις.
Νύχτα Χριστουγέννων. Χιονίζει. Στο κρατικοδίαιτο «ησυχαστήριο» που διευθύνει ο αλλοτριωμένος, πρώην συνταγματάρχης, κ. Ρουτ - όπου οι εξευτελισμένοι «ασθενείς» αναφέρονται με αριθμούς και όχι με τα ονόματά τους και οι φιλόδοξοι διοικητικοί υπάλληλοι, θύματα ωστόσο και αυτοί του συστήματος, επιδίδονται με οίστρο σε ραδιουργίες και εγκλήματα - επικρατεί φαινομενική ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρουτ αποφασίζει να διαλευκάνει τον μυστηριώδη θάνατο του ασθενή 6457 και να ανακαλύψει το βιαστή της 6459, η οποία μόλις γέννησε κρυφά το παιδί του. Οι ισορροπίες ανατρέπονται, οι καταπιεσμένοι εξεγείρονται, η σφαγή είναι αναπόφευκτη.
Ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθέτησε τη γκροτέσκο φάρσα του Πίντερ με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Πρόσφερε χώρο στις αναπνοές της, αφουγκράστηκε τις σουρεαλιστικές της νύξεις, μετέδωσε τους εφιάλτες της. Ο ίδιος, στο ρόλο του Ρουτ, έδωσε μια από τις καλύτερες ερμηνείες του, βιώνοντας τις μεταπτώσεις αυτού του κυνικού, φασιστικού χαρακτήρα και προσεγγίζοντας λοξά και δίχως καμία περιττή χειρονομία τις γενναιόδωρες σατιρικές αιχμές του κειμένου. Λίγοι, εξάλλου, είναι οι ηθοποιοί - τουλάχιστον στο ελληνικό θέατρο - που καταφέρνουν να αποκωδικοποιήσουν το υποδόριο χιούμορ του Πίντερ.
Τους βουτηγμένους σε άμετρη φιλοδοξία, σαδισμό και δουλοπρέπεια υφιστάμενους του υποδύονται επάξια ο Δημήτρης Ημελλος, ο Παντελής Δεντάκης και η Αλεξία Καλτσίκη. Πειστικοί ο Θάνος Τοκάκης ως εξιλαστήριο θύμα (εντυπωσιακή η σκηνή του ηλεκτροσόκ) και ο Βασίλης Κουκουλάνι ως απαιτητικός εκπρόσωπος του κατώτερου προσωπικού. Κυνικά απόμακρος ο υπουργός του στέρεου ηθοποιού, Γιάννη Νταλιάνη.
Η καίρια μετάφραση του Νίκου Φένεκ-Μικελίδη, ο ευφάνταστος, πολυεπίπεδος σκηνικός χώρος της Εύας Μανιδάκη, που συνδυάζει την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του Θερμοκηπίου με το εξωτερικό περιβάλλον του, και οι έξοχοι υπαινικτικοί ήχοι (Δημήτρης Καμαρωτός) και φωτισμοί (Λευτέρης Παυλόπουλος) της παράστασης συνομιλούν απευθείας με την ουσία του έργου.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ