Kριτική θεάτρου: «Μέσα» του Δημήτρη Παπαϊωάννου
Η Ελένη Πετάση μεταφέρει την εμπειρία της από την εξάωρη περφόμανς του Δημήτρη Παπαϊωάννου, στο Παλλάς.
Οταν, το 1973, ο Μπομπ Ουίλσον παρουσίασε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν την όπερα του Φιλιπ Γκλας «Einstein on the beach», η κριτική υποκλίθηκε στην πρωτοποριακή σύλληψή του.
Γιατί η εξαιρετική του περφόρμανς, πέρα από την ιδιαίτερη αισθητική της, εγκαινίασε την ιδέα ενός δρώμενου, κατά τη διάρκεια του οποίου το κοινό μπορούσε να κινηθεί δίχως περιορισμούς, να μπει και να βγει από το θέατρο κατά βούληση.
Στη συνέχεια, δεν ήταν λίγοι όσοι μιμήθηκαν αυτήν την παραστασιακή λογική, που μετατρέπει τους θεατές σε εκθέματα και παραπέμπει σε μια επίφαση ελευθερίας, ανάλογη με εκείνη που σπάταλα διατυμπανίζουν πολλά από τα υποτιθέμενα δημοκρατικά συστήματα στον πλανήτη μας.
Τριάντα οκτώ χρόνια αργότερα -στο τέλος δηλαδή της φετινής θεατρικής σεζόν- δύο ελληνικοί θίασοι (του Παπαϊωάννου με το «Μέσα» και των Blitz με τον «Γαλαξία») υπερασπίστηκαν, από διαφορετικούς ωστόσο δρόμους, την ευρηματική αναζήτηση του Ουίλσον.
Στην εξάωρη περφόρμανς (ή και εικαστική εγκατάσταση) του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το κοινό μπαινοβγαίνει διακριτικά στην αίθουσα του «Παλλάς», αλλάζει θέσεις, βυθίζεται ή «αντιδρά» στην επαναληπτική ροή της μοναδικής σκηνής που διασχίζει το θέαμά του.
Αυτή η μινιμαλιστική αντίληψη με την ακραία οικονομία και τη δομική αυστηρότητα, που αντανακλά το μουσικό ιδίωμα του Φιλιπ Γκλας ή του Αρβο Παρτ, αποτελεί εν δυνάμει ένα ιδιοφυές μέσο, για να αποδοθεί η μοναξιά τόσο της πόλης όσο και των κατοίκων της. Αλλά και να σχολιαστεί η έλλειψη επικοινωνίας, η αποξένωση και εν τέλει η ακύρωση της ανθρώπινης υπόστασης.
Σαν ραψωδός του ελάχιστου, ο πολύπλευρος καλλιτέχνης ξεδιπλώνει με τελετουργικές κινήσεις, δωρική καθαρότητα και ακρίβεια την κενότητα της καθημερινότητάς μας. Με χώρο δράσης ένα τυχαίο υπνοδωμάτιο (μόνο η θέα από την μπαλκονόπορτα μετατοπίζεται κάθε τόσο, υποδεικνύοντας ότι τα επεισόδια διαδραματίζονται σε διαφορετικά σημεία της τσιμεντένιας πρωτεύουσας), οι αντιήρωές του συγχέουν πραγματικότητα και φαντασία, παρόν και μέλλον, λες και υπνοβατούν.
Οι απειροελάχιστες παραλλαγές μιας εξαντλητικής ρουτίνας, τα αδιάφορα βλέμματα που ποτέ δεν συναντώνται, η κοινή μοναχικότητα, συνθέτουν ένα πυκνό τοπίο μελαγχολίας, που μας προσκαλεί να εισχωρήσουμε «Μέσα» του, να «επισκεφτούμε» τον εαυτό μας, να συνειδητοποιήσουμε ίσως τον άνευ όρων εγκλωβισμό μας σε ευκολίες ισοπεδωτικές.
Ωστόσο, ο Παπαϊωάννου, παγιδευμένος στο φορμαλιστικό πυρήνα της πρότασής του, δεν καταφέρνει να κοινωνήσει σε απόλυτο βαθμό την ουσία του εγχειρήματός του.
Η πραγματικότητα αντιστέκεται στην αισθητικά άψογη εικόνα των τριάντα νέων ερμηνευτών, που γεμίζουν τη σκηνή σαν να ξεπηδούν από πίνακες ζωγραφικής του Χόπερ ή του Χόκνεϊ. Η κατάθεσή του, πάντως, καταφέρνει να κινητοποιήσει τη σκέψη μας, καθώς, στην εποχή του ακραίου τέλματος που διανύουμε, η ανάγκη ψυχικής «αναδιάρθρωσης» είναι επιτακτική.
ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑΣΗ - [email protected]